Το κλειστόν του Αθηναϊδειου

Το κλειστόν του Αθηναϊδειου ήταν για μας του Αή Γιάννη και του Χαράκη κάτι θαυμαστόν.


Γήπεδον μπάσκετ κανονικόν και προπάντος γήπεδον πετόσφαιρας θκιαμάντιν.

Εδώ επρεπεν πολλά να προσπαθήσεις για να μεν μάθεις.

Ούλλοι εκάμναν σέρβις από καλόν τζιαι πάνω.

Υπήρχαν αρκετοι ικανοποιητικοι πασαδόροι Εμάθαμεν ήντα να κάμουμεν.

Ο Τσίκος ο Μιχάλης ήταν ο βασιλευς των πασαδόρων.

Πολλοί εκαρφώναν καλά, κορυφαιοι ο Παπαθωμάς και κατόπιν ο Νικηφόρου.  Ο Λουκάς βέβαια ήτο άλλου επιπέδου.  Μεγαλύτερος μας και παικτης από τότε της Ανόρθωσης.

Τα μπλόκ ήτο σε πλεόνασμον στο Στ Γυμνάσιον. Ακόμη θυμησες πολλές έχω από μπλοκ καρφια και συνεχη περάσματα.

Οι καθηγητές και οι καθηγητριες της Γυμναστικής πολύ μας βοηθούσαν να ξεχνιόμαστε και να χαιρόμαστε την άθληση.


Ο κος Λουκας Λουκά είχε μια ιδιαιτερη σχέση μαζί μας.
Ο θυμός δεν τον συντροφευε ποτε.
Στα κενά πάντα μας εδινε μπάλα για βόλευ.


Γίνονταν κάτι έκτακτα παιγνίδια με μικτες ομάδες τα απογεύματα στα έξω γήπεδα του βόλλευ.
 

Ήταν ούλλες οι χαρές.

Και πολλοι και πολλες παρακολουθούσαν και το διασκέδαζαν ενώ δεν ξεχνώ πως συχνα γίνονταν αλλαγες για να παίξουν και άλλοι.

Εδώ σε αυτό το κλειστό κρατήθηκαν προσφυγικά σωματεία στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.

Εδώ έγιναν μεγάλοι αγώνες των επαρχιακών σχολικών πρωταθλημάτων.


Από εδω ξεκίνησαν μεγάλοι αθλήτες και αθλήτριες με κορυφαία τη Βασιλική του 4Α που έκανε για χρόνια πρωταθλητισμό στο στίβο.
 


Το κλειστό ήταν ένα κομμάτι της σχολικής μας ζωής από τα ωραιότερα τα ομορφότερα.

Εδώ ελαβαν χώραν και τα πρώτα σκιρτήματα.

Διακριτικω τω τρόπω να γράψουμεν και αυτήν την αλήθειαν.

Τωρά που επιτρεπεται τζιαι εν θα επικρεμμανται οι αποβολούδες.

"Άτε τζιερυνειώτικον συγκεντρώθου" αστίευε ο Κος Λουκά και γελούσαμε όλοι.  Όταν τον νικούσε ο Παπαθωμάς στον Αέρα.  Ο Γιαννακος απαντούσε σε λίγο με ένα απο τα φαρμακερά του σερβις.
 

Άτε πάλι εταξιδέψαμεν και χωρις δύο γυρούς του σχολείου προθέρμανση.
Να 'ρτούν ούλλοι ποσταμένοι να 'βρουν μιαν παρηορκάν...



Μακαρούνια που εκόφκαν ούλλες οι γειτόνισσες.

Με την όρνιθαν να βράζει να ψηθεί καλά.

Αυκολέμονην να σάσει με τα αυκά της γήστης τα γλυτζιά.


Ύστερα να τρίψει αναρήν τρίμμα των μακαρουνιών.




Να στρώσει το τραπέζιν, να βάλει την αλατεραν με τ' άλας το δικόν μας το χοντρόν που τον Ακάμαν μας.

Ψουμίν να κατεβάσει που τη ψαθαρκάν που τζείνα του φούρνου μας, που τον επυρώναμεν κάθε φτομάαν μες την αυλήν μας.


Ύστερις να βάλει το σταυρόν της "ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ" να πει τζιαι να τους περιμένει ούλλους.
Τα μωρά που το σκολείον, τους μεάλους που τ' αμπέλιν τζιαι τες κόρες της που τον μύλον, που 'πήραν σιτάριν για τ' αλεύριν του μήνα.
 

Τζιαι το λαρτίν να κρέμμεται που πάνω για προσφάιν τζιαι άρτημαν του τραπεζιού.

Τα λουκάνικα κρεμμασμένα στην νησκιάν να στεγνώσουν.


Τζιαι τα σαρτζιερά πάρα τζει...

ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ!


Πάντα οταν πλησιαζει η εορτή του ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
η μνήμη ταξιδευέι στα σχολικά τετράδια όπου γράφαμε μελετώντας απο τις σχολικες εγκυκλοπαιδιες για τον συντοπίτη μας Άγιον που ήταν βοσκός που αγαπούσε τους αιπώλους κατά παντού της Κύπρου.
 

'Ηταν τετράδια μονόγραμμα με γαλαζιούιν χαρτονουίν και ολίγες σελίδες.

Τα προσέχαμε, τα ντύναμε με καφε ντύματα και προσπαθούσαμε να τα πλουμίσουμε με καλλιγραφικά γράμματα (κατόπιν θητείας στο διάσημον τότε εργώδες διακόμημαν της Γραφής εις ξεχωριστόν τετράδιον μικρού μήκους και ικανοποιητικού πλάτους...)
Για τα Παναήρκα Ι




Σήμερα εν του Αγιου Σπυριδώνου - "Τ' Άη Σπυρίδωνα" ελαλούσαν εις την γειτονιά που είμαστεν μιτσιοι.

"Μεάλον παναήριν (ελαλούσαν) στου Χαράκη, τζειιιιικααατω που εν η Οοομόοονοια" σαννα τζιαι ήταν στον Άην Λαρκόν στην Τζιερύνειαν...

Έσσιει τζιαι αυτοκινητούθκια που τουμπαρίσκουν με μελάφωνα τζιαι παρουσιαστήν που μιλά σαν οδηγάς.  

Ο πκιο καλός ο πκιο όμορφος οδηγός.

Εμεινήσκαν ούλλοι ξηστιτζιοι.

"Που εννα μεαλώσουμεν να παέννουμεν" ελαλούσεν ούλλη η φτωχολογιά...
Οι Νούννοι μας

Τους παλλιούς τζιαιρούς αν είσιεν ο αρφός σου έναν τατάν καλογνωμόν ελάλες του τζιαι εσού τατά ολοχρονίς τζιαι έτσι είσιες τζιαι έναν καρτζιλλίκιν τα Φώτα να τον γυρέψεις να του πεις το "Καλημέρα τζιαι τα φώτα τζαι την πλουμιστήραν πρώτα"

Εν επρόκαμνές να τελειώσεις το λόον τζιαι ετραπεζώναν σε ετζιερνούσαν σου εθκιούσαν σου τζιαι το μισούιν σου τζιαι εγεμώναν σου τζιαι τις πούντζιες ούλλα τα καλά.
 

Αν ήταν ο τατάς σου πέρα στην Αγγλίαν στην Αμερικήν για σιειρόττερα στην Αυστράλιαν εκλαιές μες τες γιορτές τζιαι ετραούδας τα τραούθκια της ξενηθκειάς του Καζαντζίδη.

Έλειπέν σου τζείνην η στήριξη του γίγαντα του τατά σου που τον ενώθαν οι στράτες αμάν εστρέφετούν που τες δουλειές ή που το κοπάιν. 

Η βραστή η σούππα της νουννάς σου (έτσι την ελαλούσαν στη Δρούσιαν) τζιαι οι πακκίρες της οι τριπλοχωσμένες για λλόου σου.
Τα λουκκούμμιά τα λίζα που σου φύλαεν μες την αρμαρόλλαν άμαν τα φερνεν ο τατάς σου που τον καφενέν.
Που τζιαι που κανέναν τρικούιν που σου σάζεν αφού το πάσκαν μυστικά πας το τραπέζιν επκιαννέν τον άξαμόν σου για να σου έσιει το γιλεκκούιν που του Αγίου Σπυριδωνου έτοιμόν.

Άμαν σε ετζυνήαν να σε δέρει κανένας σέρτης εβούττάς μές τόν κάφενέν τζιαι εκάθεσούν κοντά στον τατάν σου. 


Ελάλεν τζιαι ένας χωρκανός μου "Έσιεις τατάν τζιαι νούναν καλους έσιεις γρουσάφιν περίτου που τους αρκόντους".
 

"Ο τατάς μου ρε ασυγχόμπατοι βαρεί σας ούλλους εις τη δύναμήν, μα τζιαι στην αδρωπκιάν περίτού!" εφώναζεν ένας σέρτης μιτσής εις τις Αρόδες τζιαι άρεσέν μου τζιαι εν το ξηάννώ.
 

Εν πούχα τζιαι εγιώ τζιαι ο Πατέρας μου τατάν γρουσάφιν.
 

Άτε γρόνους πολλούς τζιαι τον τατάν τζιαι την νουννάν σας τζιαι τα μμάθκια σας!  Εν μεάλον ποκούμπιν.
Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων



Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.
Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα ....

Εμύριζεν Χριστούγεννα της Κύπρου και της Ελλάδος.

Χριστούγεννα ρωμέικα...

"Καλήν εσπέραν αρχοντές κι αν εναι ορισμός σας..."
Ορθοδόξως και κατά τα πρωτινά..ωσαν τον κυρ Αλέξανδρον...
Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. '

Τα μπακάλικα των πόλεων και των χωρίων ομόστεγα με το παλάτιν ενος καφενείου ή μιας μπακαλοταβέρνας με πάγκον τιμαλφήν και εμπλεον εδεσμάτων ποικίλων και ποτών είχαν πάντοτε και έναν τροχάδην εργαζόμενον εφηβον ή παιδίον συγγενικως συνδεδεμένον με τον αρχοντάν του εδεσματοπωλείου και ποτοπωλείου''...

Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες! "

Ο αναγκαίος και πολύτιμος καφετζής και μπακάλης με την π[οπδιάν του και τα κέρματα του εις πρώτην χρείαν και το κουτίον το ξύλενον της ειπράξεως αρκούντως στερομένον και διπλοκλειδομένον. 
" ....Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του...''

Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.
Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα .... 

και εμείς ταξιδεύουμεν στα μπακάλικα τα συνεργατικά των παιδικών και εφηβικών μας ετών με τους πονεμένους και χαρούμενους αγοραστάς και τις ολίγον βιαστικές νοικοτζυρές που εζητούσαν φρέσκα αυγά δια τας εορταστικάς μαγειρικας.
 

Παρακάτω οι καλαντιστές εψαλλαν με το ττενεκούδιν εις διακριτικήν προταξην τα κάλαντα Πρωτοχρονιας και Χριστουγέννων από της οδου Αποστόλου ΒΑΡΝΑΒΑ και ανω μέχρι τα κράσπεδα των Πολεμιδηών....
Το τρίκυκλο 


Ο πατέρας οδηγούσε ένα τρίκυκλο, με μια τεράστιά κάσια ξύλινή μπογιατισμένη βαθύ πράσινο χρώμα.

Ήταν το καλό μεταφορικό του βιβλιοπωλείου Ιωαννίδη, όπου εργάστηκέ αρκετά χρονια προτού επιστρέψει ξανά στην τάξη των θερμαστών.

Από τις πρωτες μου αναμνήσεις να περνά καποτε από το σπίτι να μας δει, τη μητέρα μου και τα δυο του παιδιά την Άννα και τον απαιτητικό Γιαννάκη.  Ήταν προτού γεννηθεί ο αδερφός μου ο λίαν αγαπητός Χριστόδουλός.
 

Ανεβαινά στην κάσια του τρικύκλου που ήταν μια τροποποιημένη γιγαντώδης Ματσλεςς ή Τραιαμφ από αυτές τις ανθεκτικές αορίστου βίου διχρονες μοτοσυκλέττες.  Η χαρά μεγάλη...
Κάποτε βλέπαμε Τα Δεύτερα



Κάποτε πηγαίναμε στο γηπεδο νωρίς για να δούμε τα Δεύτερα να παίζουν. 


Με υπομονή, με ευκαιρίες για διάλογο, μια γλυκιά κουβέντα και με τα φυστούτζια παρέα και εργόχειρο. 
Σχολιάζαμε τα νέα ταλέντα καθώς οι μερακλήες με τα ραδιοφωνάκια προσπαθούσαν να πκιάσουν Ρόδο για να ακούουν και την Α Εθνική.

Τότε ένας μεγάλος έβαζε και έναν μικρό δωρεάν, έτσι βλέπαμε δυο ματς μούχτιν, τα δεύτερα και τα πρώτα...
Κάλαντα στην Αγίας Σοφίας



Στην Αργυρω Κλεανθους για την αρχοντικη της αγαπη...

Πρόχτες ξαφνικά στρίβοντάς από ένα στενό μπήκα στην Αγίας Σοφίας και με πλημμύρισε η αίσθησις εκείνης της βραδυάς με το τενεκκούιν για τις πακκίρες και με τα Κάλαντά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Τότε που γυρίζαμέν αθώοι του Χαράκη ως κάτω στους δρόμους του Άη Γιάννη λέγοντάς τα Κάλαντα.

Οι καιροί της φτώχειάς στις γειτονιές.

Τότε που ζούσαμεν το παρόν ψέλνοντας το "Καλήν Εσπέραν Άρχοντες".

Με τον Αντώνην, τον Μάριόν, τον Ρίκκον και κάποτε τον Σόλωνα τον πορτάρην της γειτονιάς.  Κάποτε ερχόταν και ο Ντίνος και ο μικρότερός αδερφός μου ο Χριστοδουλός.

Η μοιρασιά γινόταν που κάτω που έναν στύλλον στην οδόν Νίκου Νικολαίδη πιο κάτω που τον καφενεν του Κου Χρίστου που την Μόρφου (Ο κύριός Χρίστος ήταν καφετζής καλόγνωμος άρχοντας τζιαι είχεν έναν Ωστιν Μόρρις άσπρου χρώματος, ήταν ο,τι έφερεν μαζίν του τον Δεκαπεντάουστον του εβδομήντα τέσσερα).
 

Τα κάλαντα εμάθαμεν τα εις το Σχολείον που την Καν Αγνήν, την Καν Τασουλλαν και την μουσικόν Καν Παναγιώτα που τις παραμονές Χριστουγέννων του 1972 και του 1973.

Το Ζ Δημοτικόν Λεμεσού μόρφωσε καλαντιστάς που για πολλά έτη τραγουδούσαν με τον Κον Έλληναν και άλλους κατηχητές χριστουγεννιάτικά στο παιδικό Νοσοκομείον Λέμεσού.
Χριστουγεννιάτικο Λαχείο 1972




Τα λαχεία ήταν ένα μέρος της σχολικής πραγμάτικότητας της σχολικής ζωής από το 1972 που πρωτοπήγα Δημοτικό.

Τότε ήταν αδύνατό οι γονείς μας να αγοράζούν τα λαχεία μας.

Νομίζω ήταν ένα ή μισό σελίνιν το έναν τζιαι έπρεπέν να δώκεις γυρόν να τα πουλήσεις εις τη γειτονιά τζιει τζιαι δα, να τα πουλήσεις τζιαι να γράψεις καλλιγράφικά το όνομάν τζιαι κάποτε τη διεύθυνση του αγοραστή (τα τηλέφωνά ήταν είδος πολυτελείας τότε εις του Χαράκη τζιαι στον Άην Γιάννην).
 

Ο Αντώνης ήταν ο μάστρος της γειτονιάς στα λαχεία και τη διάθεσή τους.

Η αλήθειά ήταν πως εγώ δεν τα πολυκατάφερνά.  Ήταν μια δεξιότητα που ποτέ δεν απέκτησα πλήρως.
 

Η μέρα της κλήρωσής συνήθως η επισημή γιορτή των Χριστουγέννων και του Πάσχα δια όλην την γειτονιά.
Μετά το εντυπωσιακό δράμα και την εκπληκτική χορωδία του Ζ Δημοτικού Σχολείου άρχιζε η πολυαναμενόμενη κληρωση.

Εφκαίνναν τότε οι μάτσες που τις πούτζιες των παλτών των σάκκών των πούγκων αναμένοντάς το χαμόγελόν της κάσιας κληρωτίδας.

Ήταν μεγάλη υπόθεση να κερτίσεις το αρνίν, ασσέν τζιαι θκυο κοννιάκκια, ή μιαν λαμιτζάναν Κοκκινέλλιν, ή μιαν κασιούαν σοκκολάτες Μαρς Ριτς, ασσέν τζιαι μελίτα, ή έναν μαστραππάν πισκόττα φρου φρου, ή μιαν κασιάν σοκολατομπισκόττα, ή σοκκολατέννια αυκα, ή καλαθάκιν επίσημον με χρωματιστα αυκά
φάιν φέαρ.  Έκαμνές που τα αλήθκεια Κύριον Πάσκαν.
 

"Ανακάτωσ' την κάσσιαν δάσκαλε!"
 

"Το γιορταστικόν αρνίν κερδίζει ολαχνός...,  οδός Αιγαίου, νούμερον..."