Το κίρταμα



Το κίρταμα έτρώαμεν το ξυδάτον τζιει στα χωρκά τ' Ακάμα στα τραπέζια τα επίσημα των γιορτών μα έβάλλαμεν το τζιαι σε κάτι σαλάτες τομάτα, αγγουράκιν, κρόμμυόν δυνάμενον κάποτε τζιαι καμμιάν πατατούαν βραστήν καλοκομμένην τζιαι που πάνω το λάιν το καλόν το μαυρόλαον τζιαι το ξυδούιν το δικόν μας.

Κάποτε εβάλλαμεν το παστο τραπέζιν μόνον του με το λάδούιν του τζιαι ετρώαμεν τα όσπριά μας τα καλά με κανέναν θκυο τρία πιατούθκια για άρτημαν της κυρίως μαειρκάς.

Κίρταμαν, τσαρτελλούίν, αντζούγιες του μαστραππά σασμένες. 

Τζιαι κάτι μέρες καλές κανέναν θκυο χαλλούμια τηανητά μες το λάδιν το καλόν.

Έναν τραπέζιν καλόν εις το χωρκόν εν τ αλλάσω με το καλλύττερον του κόσμου μαειρκόν....
Στο τζουκ μποξ του Κέντρου ΜΙΑΜΙ


 


το τραγούδι Με το Βοριά σε στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου ήταν βάλσαμό τις νύχτες που φυσούσε απαλά βοριάς...

Το κονιάκ συνόδευαν δεκάδες μικρά πιατάκια και οι μάγκες που φορούσαν παντελόνια με ρεβέρ χόρευάν τους πόνους και το αλύτρωτό τους όνειρό.

Ένα βράδύ ακούστηκέ ένα τραγούδι με τη Γιώτα Λύδια από ταινία του 1957.  Ύστερα το τραγούδησε και ο Στέλιος Καζαντζίδης.  Τίτλός του τραγουδιού "Η Κύπρος είναι Ελληνική" σε στίχους του μεγάλου Κώστα Βίρβου.


Ένας από τους θαμώνες που κούτσαινε ολίγον κέρασε όλο το μαγαζί κονιακ.  Μεροκάματα δεκαπέντε ημερών.
Επέζησε επτα ημερών βσσανιστήριά στο Ρετ Χάούς στη Λεμεσό και οκτώ ημέρες στην Ομορφίτα.
Ήταν αυτός που είπε στον Μπάρλοού "Μα γρονθοκοπάς ένα δεμένο Έλληνα ντροπή σου".  
Ο ξανθός με τις πολύ δυνατές γροθιές είχε αποκάμει να τον βασανίζει.  Είπε στο Μακκάουάν να τον αντικαταστήσει.
Ο μικρός είχε μεγάλες αντοχές και μάτια δυνατά που τον τσάκιζάν.
Δυσκόλευε και τους μεταφραστές με τις αντρίκιές ρωμέικές κουβέντες...
Εζησε αναργυρός και πάντα έλεγε "Τι έπαθά απλά κουτσαίνω λίγό.  Τον μακαρίτη τον Νίκο τον Καθαριστή τον σκοτωσε στις Πλάτρες ο Σέιβόρυ".
 

Αρέσκαν του τα τζουποξ.  
Έναν πόξω που το Φώτο Μάτικ τζιαι το φωτεινόν εις το Μιάμι.
Άμαν εχορευκέν ζειμπέκικόν εκλαίαν τζιαι οι πέτρες.
 

Υ.Γ. Τάπεινή αφιέρωση στη μνήμη του ενάρετού ΦΕΙΔΙΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ

Επκιάαν για τα καλά τα νερά...




Επκιάαν για τα καλά τα νερά... τζιαι αθθυμήθηκά που έρκουμουν που το Αθηναίδειον μες τα νερά τζιαι εγένουμούν πουλλούιν τζιαι με έκοφτέν.

Όστι να 'ρτω στον Άη Γιάννη στου Χαρακή τα νερά εξυπνούσαν με.  Εσιέρουμουν πολλά.

Βρεμένος φουσκίν λουμίν αθθυμούμουν που μιτσής επαρπάτουν μες τις λάντες ή επιχείρουν υπό βροχή την καθέλκυσην ή τον ελλιμένισμόν με τον Αντωνάκήν ποικίλων βαρκούων χάρτενων με φελλούς ξύλενών.

Που μαστεν μιτσιοι ήταν η χαρά μας να βουρούμεν μες τα νερά ή να παίζαμεν μάππαν παρέα με τις ραντίες που άμαν εσφίγγαν πολλά ελαλούσαμεν πως έτσι παίζει μες τα νερούθκια κοτσια Ματσιεστερ Γιουνάιτετ.


Μες τα νερά επαίζαμεν τζιαι κάτι ιστορικά ματσούθκιά στην νότιαν αυλούαν του Αθηναίδειου με τον Χατζηπετρην τον Αχιλλήν τον Δημητριάδην τον Γιώρκον τον Παττίσιην τζιαι άλλους πολλούς


Να πκιάει Θεέ μου μια βροσιή ολοκοσμητική
να πλύνει τις ψυσιες τζιαι το κορμίν μας 

να γινούμεν όπως τότε,
που πρωταίοι εμοιράζαμεν την καπήραν 
τρια κομμάθκια να φάμεν ούλλοι που λλίον.
 

Έτο δαμέ πούρταμεν λλίην αγάπην θέλουμεν τζιαι ένα τσάιν αμαν γινούμαστεν σουππιν λουμίν μες τα νερά του Φθινοπώρου...

Υ.Γ. Αφιέρωμένον στην Κα Βασιλικήν, την μάνα του Σίμου, που με έφαιρνε πολλές φορές στου Χαράκη να γλυτώνω τα νερά και στον Κον Νίκον Σπαθάρην που με εκατέβαζεν πολλά βροχερα πρωινά στο Αθηναίδειον πριν να πάει δουλειά.  Άρχοντας αλήθινός.
Ο Γιώργος Θαλάσσης που μας μεγάλωσε




Θα ήταν το 1974 όταν ο Άντρος της Κυρίας Φωτούλλας τραβώντας κάτω από το κρεββάτι του την μικρή κάσια του θησαυρού μου έδειξε τα τευχη με το μαγικό παρασύνθημα.  Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ.  Η συνέχειά με τα τρία δανεικά τεύχη ήταν όντως μαγική ηρωική συναρπαστική.



Ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο φίλτατος Σπίθας

Παραμερησα τα Μπλεκ τον Ρου Ρεης που μου άρεσε στα Ζαγκορ και βούτηξα στην Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης
 

Ακόμα και σήμερα άνθρωποι ανάργυροι και ενάρετοι μόλις αντικρύσουν παλαιό τεύχος του Μικρού Ηρωος μπορει να δραπετεύσουν εις την κοντινότερη σκιάν και παρατώντας τα όλα σύναντουν τις παλαιες τους αγάπες...
Βράδυ του Οκτώβρη και ταξιδεύουμε σε μια άλλη φτωχότερη Λεμεσο που χαιρετούσε που χαμογελούσε έστω και πονώντας ενδόμυχά.



Σε μια εποχή που στην εφηβεία γυρεύαμε λύτρωση μες τις δυσκολίες του ο καθένας και η καθεμιά που ήταν στο Δημοτικό στην εισβολή και την προσφυγιά.

Το ταξίδι δεν ήταν εύκολό, ιδιαίτερα για όσους δεν βρήκαν εύκολά την αλήθεια όντας βουτηγμένοι μες την ευαισθησία μετέβαινάν στη Λευκωσία μέσω Τροόδους ή ακόμη χειρότερα περπατητοί από τα βουνά και βρεγμένοι μες τους δύσκολους χειμμάρους της ζωής.
 

Νύχτά και δεν είναι ώρα για απόπειρες αυτοβιογραφίας μα συχνά στοχαζούμε πως είμασταν μια γενιά που πλήρωνε λογαριασμούς χωρίς να μετέχει σε διχασμούς.

Περπατούσαμε σε μια γενιά αναγκασμένη να παλαίψει απέναντι σε ελίτ και παγιωμένους προνομιούχους που συχνά επαναλάμβαναν πως δεν σου αναλογούσε αυτό που πάλευές να φτάσεις...


Ύστερα γνώρισες τους αληθινούς ποιητές.  Ένας απο τους πρώτους έγραφε: "Στον ίσκιο μιας βελανιδιας χωράνε τα όνειρά μου"
Από κοντά και ο Μιχάλης της Λευκωσίας που έγραφε για τον αρχαίον τρόπο της Κύπρου και τους πρωτινούς της. 

Ο Θεοδόσης Νικολάου ο βιω και λόγω ποιητής που με συνέτιζε πάντα με τους στίχους του και τη μορφή του.
 

Έτσι είπα να στραφούμεν πίσω στα αληθινά για να ζήσουμε το παρόν περιπατώντας στο μέλλον αργά αργά αλήθινα και ρωμέικα

Βάλτε έναν κρασίν να πιούμεν εις υγείαν των σκολείων των γειτονιών μας της φιλίας των αισθημάτων της χαρμολύπης...

Εις υγείαν των δασκάλων των ευεργετών μας...
 

Στρώστε έναν τραπεζι εορτής να συγχωρέσουμεν να συγχωρεθούμεν να βάλουμεν μιαν αρκήν αληθείας και αγάπης...

Άτε αρκεψεν πάλε να φλυαρεί.


Ετο εκαταφεραμεν τα κουτσα στραβά.  Να πορευτούμεν καλλύτερα τωρά τζιαι να πάει.  Να αθθυμούμαστεν να λαλούμεν μιαν ευχήν για τους διπλανους, για τους δυσκολεμένους σαν την αφεγγιάν μας...

Ενέφανεν που τα ποτζιει τζι ειπά του να κοπιάσει...

Καλως μας ήρτες φίλε μου που ήρτες που τα ξένα...
Είδες τους ούλλους που ποτζιει ε πε μου το τζιαι μέναν...
Να αθθυμηθούμεν τζειντο Φως που μας εκράτεν πάντα...
Να πνάσουμεν αληθινά να εβρουμεν αμάνταν...



Ο φωτισμός του ποδηλάτου μας όταν σχολανναμε από το Γυμνάσιο δειλινοι ήταν σοβαρό ζήτημα.

Τέλη Φθινοπώρου και ο Χειμώνας ολόκληρός απαιτούσαν φωτισμό ιδιαίτερα αν δεν επέστρεφες ούλλον λεωφόρο.

Ήταν και η κρυφή αλήθεια πως πάντα οι πλείστοι κορακούσαμε στο απογευματινό σκόλασμα.  Πκιάνναμε την κουβέντα.  Περιμέναμε τους φίλους να καμούμε κανέναν σχέδιον και ήντα να το κρύψουμε και καμμια μικρήν ή μεγάλην πελλάραν.

Παίζαμεν και μάππαν στο ημιφως της πλαινής αυλούδας έξώ από το γραφείο της Κας Μιχαηλίδου. Μια μαππούα μαγική κατι ματσούθκια υπο το σεληνόφως με φούρπον άσπρον να ξεχωρίζει μες την μισήν νύχτα ή το τέλλια τέλος του δειλινού.

Τα Εσκα ποδήλατα Τσεκοσλοβακίας εισαγωγή της ΛΟΕΛ, ποδήλατα της φτωχολογιάς είχαν έναν μεγάλον προσόν.  Είχαν δύναμον στερεόν ελαφρύν στο πετάλλιν και φανάριν κυριολεκτικά προβολέαν για τα δεδομένα της εποχής.  Το είχαμε συζητήσει εκτενώς με τον Κόκόν τον Παρασκευάν.  Συμφωνούσε και ο Ταλιάνος.  

Βεβαίως οι μεγάλοι καρκαντάες "Ράλλυ" και "Ρατς" είχαν καλά φανάρια αλλά ήταν αντικειμενικά πολύ ακριβά ποδήλατα.

Πάντως πολλούς απο μας ο Θεός μας φύλαξε και γλυτώσαμε από τα βεβαρημένα μας μητρώα ποδηλασίας δεκάδων εκατοντάδων ωρών μες τις νύχτες σκοτεινά πισσούρι σε δρόμους με φτωχό ή ανύπαρκτο οδικό φωτισμό...


Ήταν και τα κόστα.  Αν οικονομούσες στη φτώσεια σου έναν ποδηλατούιν καλόν με στόπερ, καλά λαστιχα που αντέχαν κόμα, καδένα που εν έφκαινεν κάθε μέρα ήσουν πριγκήπας χωρίς όμως πουτζίν ικανόν για αγορά και τοποθέτηση σετ δυνάμου.


Σύρματα, ενώσεις , φανάρκα μπροστινό πισινόν και δύναμόν καλόν.

Ήταν και οι ποδηλατάες Νικήτας, Ματθαίος και οι λοιποί με κοστολόγιον δυσπρόσιτον ιδίως τον σειμώναν που εν είχαμεν δουλειές και έσοδά.

"Αν σε ξαναδώ με ποδήλατον χωρίς φως θα τες φάεις!" ελάλεν ο θκειός σου τζιαι πκιον επογύριζες που το στενόν του να μεν σε κόψει.


Η νυκτερινή ποδηλασία με καμένην λάμπαν του φαναρκού εσυνέχιζεν ακάθεκτη.  Το γινάτιν λλίον ή πολλυν επαρεμενεν γινάτιν.

Αλλά ήντα θέαμαν θκιακόσια ποδήλατα με τους δυνάμους στο φούλ εξώ που το Αθηναιδειον.  Φωτούθκια ποτζει, φαναρούθκια πολλά οι κορούες να γελούν.  Οι της κάτω γειτονιάς να φεύκουν φωνάζοντας "Καληνύχτα Πέγεια!", "Σωτήρη άψε το φανάρι σου", "Κόκο Παρασκευά καληνύχτα!".  Ο Παππαρίδης να μασιεται να βάλει το δύναμόν του Κρίφτερ τζιαι να φωνάζει "Περιμένετε με!"
 

Καλήνύχτα κοπέλλιά, καληνύχτα κορουδες.
Βάρτε το δύναμον της αγάπής να φέξει η νύχτα να θωρούμεν ελπίδα μες τα σκοτεινά.
 

Α ποδηλατούθκια τζιαι νιάτα με τα φαναρούθκια μας...
Ο φίλος μου ο Δημήτρης μου υπενθύμισε το θρυλικο
Ελ Σοπρέρο.


 


Από τα φώτα της Νααφι προς δυτικα η Λεωφόρος έκρυβε καλές και ομορφες αλλά και λίαν επικινδυνες μικροπαγίδες.

Το Ελ Σοπρερο γνωρισε δόξες περισσες και ανταγωνίστηκε επιτυχως στέκια όπως το καφε Καμπάνα, το Γουίμπυ, το καφε Χελαντε κοντα στο Αλάσια που έκλεισε σχετικά γρήγορα
 

Οι γεύσεις στο Ελ Σοπρερο ήτο αναβαθμισμένες σε σχεση με αλλα κοντινά στέκια.
 


Έχούν να λένε έμπειροι και κοσμογύριστοι της εποχής
πως παρα τα φώτα του Αριέλ ο μάστρε Γιώρκος ή Τζιορτζις χαμπουρκερ είχε τα σπιτικά μπιφτέκια του όπλο που ήττο αήττητο εις την νυχτερινή Λέμεσο.  Με πατάτες της ώρας στο τηγάνι και όχι τις σημερινες αγνώστου ταυτότητάς.


Οι γευστικές περιπλανήσεις της μείζωνος περιοχής του Αριέλ συνεπληρούντο από την Πίτσα Τζακς ή την Πεπερονι τις οποίες απέφευγαν οι πυροβολητές της Ασγάτας λόγω της συνεχούς παρουσίας του διοικητού εκει.

Ήτο βεβαίως και τα Σουβλάκια Αριέλ πασιγνωστά εις άπασαν την πόλην.

Πέριξ των ιδρυμάτων αυτών και το γνωστόν εις τους Αελίστες Λουκας Παπ ή Μπαρ με τις γνωστες σαίττες και την ενδελεχη ενημέρωση δια τα ποδοσφαιρικά της πόλης.

Για τα ανατολικότερα εις άλλην ουτιδανην συγγραφην
 

Δια τις δισκοθήκες αδυνατω να συγγράψω διότι δεν ενδιέτριψα εις αυτόν το χορευτικόν αγώνισμαν.

Έραστης των ελληνικων τζουποξ και των δίσκών βιννυλίου μουσικως καταταχθεξς εις τις διμοιρίες Καζαντζίδη και των λοιπών άχρι του Διονυσίου Σαββοπουλου και του δικου μας Χριστάκη Μάρκου κατόπιν καιρου έλαβα την απόφασην να ερευνήσω και την αλλόγλωσσην μουσικήν των εγγλέζικων τζουκγποξ.

Παρέλειψα την πίτσα Κανατιάνα την πολλοφουμισμένην καθώς και τον Πικάντικον Πόπην τον Βαρωσιώτην.  


Δια την ελληνικήν κουζίναν και τις γεύσεις της νεότητός μας θα αγωνιστώ εις την συνταξην του αναλόγου ύμνου όταν έλθει ο κατάλληλός καιρός
Το τραούδιν του αλύσου



Άμαν έρκουνταν τα γκάζια στη γειτονιά στο γωνιακο Συνεργατικό Αποστόλου Βαρνάβα και Τροόδους ακούετούν πέλα σέλα το τραούδι του μεάλου αλύσου που εκλείωννέ τα όφκερα.

Ετραβούσαν τον να πολευτερωθούν οι ποτίλιες να φορτωθούν πας το μεγάλον γκρίζον αυτοκίνητόν της ΣΥΝΕΡΚΑΖ με τους πατούς τζιαι να κατεβούν τα γεμάτα κάζια, να αλυσωθούν, να κλειωθούν ώσπού νάρτούν οι αμαξούες των γιαγιάων πουταν νάρτούν να αλλάξούν το κάζίν τους του φαγιού ή του σπέαρ για τη σόπαν του σιειμώνα.

Όσες είχαν βέβαιά γιατί κόμα η γειτονιά ήταν γεμάτη με σόπες του στρατού των Εγγλέζων, τις γνωστές Αλλαντίν που εβράζαν πολλά αλλά έθελεν καθάρισμάν το φυτίλλιν τους για να μεν φκάλλουν μαύρόν καπνόν τζιαι λερώνούν τους καθαρούς ηλιακούς.

Το τραούδιν των θκυό αλύσων τζιαι τη φασαρίαν των καζιών που εκαθούνταν πας το φορτηγόν έμαθά το που τα τέσσερά.

Που να ξερά τότε πως τέσσερα χρόνια ύστερα ήταν να σκεδιάζώ αλύσους παστόν χάρτην της Κύπρου στα φυλλάδια τζιαι τα τετράδιά...
 

Ύστερά αγάπησα τους ποιητές πολλά γιατί με τους στίχους τους εκόφκάν εύκολά τις αλυσίδες τζιαι εσπάζάν τις κλειωνιές ούλλων των ειδών δίχα σδειάν που τες Άγκυρές τζιαι τες Πρεσβείες.

Αγάπησα τζιαι τους ποιητάρηές γιατί ελαλούσαν τες αλήθκειες άφοά τζιαι ποξαρκής εξηούνταν πως εννα σε κλαμουρήσούν.

Άκουές τους ανεννοιός άφοά να κλάψεις να βραχούν οι βούτσιες σου να πνάσεί η ψυσιή σου που το δάκρύ τζιαι τον καμόν του τόπου μας του δικόυ μας.

Τζιαι άμαν ετελειώναν εν εκαταλαββένναν που χρήστες τζιαι διοικήσεις.

Το σπίτιν σου ήτουν σπίτιν σου, η αυλή σου αυλή σου, τζιαι ο πάτσός χαλάλίν σου αν τους ελάλες τίποτε ακαταλαβίστικά ττεμπισιασμένα που κανέναν κοπελλούιν καμμιάς Πρεσβείας.

Το καλόν οι ποιητάρηές εν επαένναν σεμινάρία.  Επηαίναν στις Εκκλησιές, τα παναήρκά τζιαι στους γάμούς τζιαι στα χωρκά μας.
 

Πάλέ επήρεν μας αλλού ο λόος.

Ήντα να κάμουμεν εχούν τζιαι οι λέξεις τζιαι οι ιστορίες τα παραδρόμια τους Ευτυχώς ενεν πάντα που τες λεωφόρούς της ευκολίας που παν.

Αρέσκούν τους τζιαι τα μονοπαθκιά τζιαι οι ρήμές των χωρκών...



Κατα την Άνοιξη του 1974 ο πατέρας μου αποφάσισε να ανοίξουμε στον ηλιακό και στη μεγάλη μας βεράντα ένα μικρό βιβλιοπωλείο.

Ανάμεσα στα πολλά άλλα διαθέταμε στην γειτονια όλα τα κόμικς της εποχής Βασικός ο Μπλεκ, ο Ζαγκόρ και ο Όμπραξ.

Το μικρο μας βιβλιοπωλείο είχε συνεχή συνεργασία με το Βιβλιοπωλείο Ιωάννίδη.  Ο πατέρας μου υπήρξε για χρόνια υπάλληλος αγαπητός του Κου Αντρέα και καλός του φίλος.  Αυτός μας βοήθησε στα πρώτα μας βήματα και μας προμήθευε με όλες τις νέες παραλαβές.
 

Το μαχαζουίν μας ήταν ο δεύτερος σύμμαχος στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας μετά τις βιβλιοθήκες του πατέρα μου και αυτήν της τάξης μου στο Ζ Δημοτικό Λέμεσού.
 

Ταυτόχρονα απόκτησα και ειδικότητα επί των κόμικς στην γειτονιάν και την πέριξ περιφέρειαν.  Επίσης εμβάθυνα επι των αυτοκόλλητων της αγοράς ιδιως των εκδόσεων ΡΕΚΟΥ μικρα και μεγάλα των ομάδων της Α Εθνικής κατηγορίας
Το ΣΙΝΕ ΒΟΛΟΣ ήταν το σινεμά της γειτονιάς μας



Εκεί στο χειμερινό είδαμε για πρώτη φορά ΔΥΟ ΕΡΓΑ ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΝ.

Επλέρωννές έναν εισητήριόν μαθητικόν τζιαι έβλεπές με τους μιτσιούς της γειτονιάς σε απαρτίαν πρώτα έναν Ελλήνικόν τζιαι ύστερα μιαν νέαν ταινίαν ή τουλάχιστον της προηγούμενης χρονιάς.

Ήταν μιαν φοράν έναν καουμπό ικόν με τον πρωταγωνιστήν να βουρά με έναν όμορφον άππαρον μες τα βουνά τζιαι τους ποταμούς πάνω που πέντε λεπτά.  Ήταν όμως τσιάκκος τζιαι άρεσκεν μας πολλά....
 

Πριν την εισβολήν επήρεν μας και το Έβδομόν Δημοτικόν και είδαμέν τον Παπαφλέσσαν...
 

ΤΟ ΣΙΝΕ ΒΟΛΟΣ μας εζωγράφιζεν τα μεσημέρια και τα απογεύματα κυρίως του Σαββάτου των ετών του εβδομήντα...



Αμάν τούτα τα προσφυγούθκια πόσον τα αγάπουν στη γειτονιάν μας.  Εκολλήσαμέν που την αρκήν.

Η γειτονιά μας ήταν μια γειτονιά με πολλούς ανθρώπους με καλόν λογισμό.  Φτωχοκοσμός μα άρκοντας.  Οι Παφίτες της Λεμεσού.  Πρόσφυγές που ανάγκήν. Δεκαπέντε χρονών μόνος σου στη Λεμεσόν του πενήντα πέντε.

Η μάνα μου δωδεκά χρονόν στη Λευκωσίαν του σαράντα εφτα σαραντα οκτώ.  Ηξέραν καλά τι πάει να πει μακρά που το χωρκόν σου που την αυλήν σου που τα ζώα τη ζήση σου.

Γι αυτόν τζιαι εττεμπισιάσαν μας που την αρκήν "Παίξε γιε μου λλίον με τα μωρά να ξηάσούν τα βάσανά", "Δώστε τους τη μάππα σας, εν θα σας τη φάσειν γιουιν μου".


Ήρταν Δευτέραν Τετάρτήν εκάμναν τακκουνάκια πας τη χωράφαν. Πέμπτη ο πατέρας μου έκαμνεν τον Κύριον Ξενήν να γελά με κάτί ιστορίες της Δρούσιας του Ακάμα της Λαόνας.
 

Που την Τρίτη του Δημοτικού οι φιλίες μου ήταν πλέον παγκύπριες.  Ο Άντρός ο Παππαρίδης, ο Μιχάλης ο Πολυχρονης, ο Χριστάκης φίλος αγάπητός που τότες μέγας Άρκοντάς. 

Εκακοφάνειν τζιαι στις άλλές χωράφες διότί πκιον εκατεβάζαμεν κάτι εντεκάδες ΓΣΕ ΓΣΟ ΓΣΠραξανδρος Διγενης Μόρφου τζιαι άτε πκιον να τα βάλεις με την γρουσήν χωράφαν Τροόδους Αποστόλου Βαρνάβά.

Επαίζαμέν πκιον ενα στυλ μάππας φουλ Πελέ Ριβελίνο.  Είχαν να λαλούν οι της πάνω γειτονιάς.  Οι τύχες ήβραν κάτι παίκτες
σαν το Μίμη Παπαιωάννου τζιαι έναν πορτάρην στυλ Λεάο.  Που να καταλάβουν τι πα να πει μεταγραφές αγάπης τζιαι παρηορκάς
Για το Γυμνάσιον τζιαι το Λύκειον εν σύζητούμεν.


Πόσες φορές με αρωτούσαν Πόθεν είμαι πρόσφυγάς.  Τόσον ετέρκαζα με τα προσφυγούθκια Κορούες τζιαι κοπέλλια.

Στο Γυμνάσιον Αμμοχωστιανόν διπλανόν είχα Παικταράν της μάππας.  

Ελάλεν τζιαι ο Αντρέας "Τούτες οι Βαρωσιωτούες εν όμορφες ρε Πέγεια" τζιαι εθυμώναν του οι Λεμεσιανές οι συμμαθήτριές του οι μελαχρινές.
Εν η αλήθκεια πως το πιο γλυτζήν χαμόγελόν το πιο αθώον του σκολείου είσιεν το μια προσφυγούα αρκόντισσα του Αποστόλου Βαρνάβα.  Εν να λαλούμεν τζιαι ψέματα...
 

Α ρε προσφυγάκι ... 

Μισός αιώνας τζιαι κόμα ακούω τη μάνα μου "Άτε Κλειώ μου δοκίμαστους κεφτέδές μου"...

Εν τούτη η αρκοντιά μας.  

Η ομορφκιά της ψυσιής μιας γειτονιούας μάλαμαν
Μισήν τασιηνόπιτταν που την Κυρίαν Μαρίαν στην καττίνα του Εβδόμου Δημοτικού τζιαι έκαμναμεν παναήριν.



Μα η τασιηνόπιττα ήταν τασιηνόπιττα που τα αλήθκεια λεπτή όσον έπρεπεν μελομένη.  Απόλαυση μεγίστη τζιαι γευστικόν μεθύσιν για την αξιότμον πελατείαν με τες πακκιρούες τζιαι σπάνιά κανέναν μισούιν.

Κάποτε εποσώναμεν τζιαι εγοράζαμεν τζιαι συνεταίρικά αν μεν εκανούσαν τα γρόσια μας.  

Τότε ο αγοραστής εν εσήκωννεν περιπαίξιμον.  Αναλόγως της αξίας των γροσίων απαιτούσεν το ανάλογον πλουσιοπάροχον έδεσμαν.  

Ένεν σαν τωρά γοράζεις τα λουκκούμια τζιαι μες την αμπουστούαν έσιει άλλην αμπουστούαν.  Ωσπου να φτάσεις τα λουκουμούθκια τα φτανούθκια θέλεις χάρτην τζιαι πυξίδαν που λέει ο λόος.

Ενώ τότε εγόραζες λουκούμια της Γεροσσιηπους.  Η κασιούα γεμάτη πασιά λουκκούμια ζαχαρην άχνήν δυνάμενην άψευτήν.  Έτρωέν η μισή γειτονιά τζιαι επιννέν τζιαι το νερόν της τζιαο εποθάμμαζεν...



Καλά λαλεί ο γείτος "Εψευτήναν πολλά πράματα συντοπίτη"...
Ο δάσκαλός μου ο δεύτερος μου πατέρας κυριολεκτικά.
Δεν έπαψε ποτέ να μας έχει στην έγνοια του.  

Από τους κορυφαίους της αγαπητικής διδαχής.  Με χάρισμά στην διδασκαλία.  Άνθρωπός του στοχασμού και του καθήκοντος.  Της εις βάθος μελέτης.

Ο Νίκος Έλληνας ο τελευταίος που εξήλθε από την Ομορφίτα.   

Βασανίστηκέ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του τόπου μας.   

Ύστερα βάλθηκέ να φωτίσει τα παιδιά της υπαίθρού και των πόλεων.  Έγραψε ιστορία η θυσιαστικότητα και ο ζήλος του στις φτωχογειτονιές της Λεμεσού.  

Στον Άην Γιάννην της Λεμεσού στου Χαράκη μας στήριξε για χρόνια πολλά.  Δάσκαλός μας στο Ζ Δημοτικό.  

Αυτός μας πήρε στη Λέσχη Νέων του Ιδρύματος Παναγίδη ανοίγοντας μας ορίζοντές.  
Αγωνίστηκέ να αγαπήσουμε το βιβλίο τη μελέτη την αλήθεια.  
Μας γνώρισε πως μπορεί να είναι ένας χριστιανός ηλιόφωτος. 
Στην πορεία του βίου του αδικήθηκε. Όταν ανταμοίβοντάν οι επιτήδειοι, οι κόλακές, αυτός συνέχιζε τον αγώναν τον καλόν.

Ήταν άλλης στόφας άνθρωπος.  Λεβέντης κυριολεκτικά και ψυχικά.

Από το Πελέντρι, στην Έγκωμη, στη Λέμεσό, στο Μοναγρούλι.  Ζήλω πεπυρωμένος.


Από τους πιο δημοκρατικούς ανθρώπους που γνώρισα.
Συγχωρητικός σε όσους τον ζημίωσαν.
 

Σήμερα μέρα του δασκάλου τον σκέφτομαι με αγάπη περισσή.
Παραμένει φως για τα βήματά μας.


Ο πατέρας μου είχε ένα γραμμόφωνο γκριζομπλε για μικρα δισκάκια που δούλευε με μπαταρίες.

Άνοιγε από πάνω, απελευθέρωνες το ηχείο το στερένες κάπως μακρυά από τον δισκοφώρο, έβαζες το δισκάκι, κινούσες τον μηχανικό φορέα της βελόνας, άφηνες να κατεβεί αργα στον δίσκο βινυλίου στα κυκλικά του δρομάκια η παλιά στέρεη βελόνα και η μουσική πλημμύριζε το σαλόνι.

Περίεργός και εκ φύσεως ανακατοκούππης το έμαθα και πρότού εισέλθω στο Δημοτικό έμαθα τραγούδια της Παπαγιανοπούλου του Καλδάρα του Καζαντζίδη άλλα παραδοσιακά τον Εθνικό Ύμνό και άλλα ψυχοφελή και αρχοντικά.


Άτε μετά να γλυτώσεις που τα ράδια τα ταβερνεία τους χορούς τους ρωμέικους.  

Το πετραδάκι θα με ακολουθούσε προφητικά ίσως και εν τω βίω μου μόνον που ευτυχώς το τσαρδάκι ...
Από τα χρόνια του Δημοτικού και πιο πριν πηγαίναμε με τη μητέρα μου στον Αη Γιάννη τον Ελεήμονά.

Η γειτονιά δεν ήταν εχθρική προς την Εκκλησία ιδιαίτερα οι ηρωικές οικοκυρές μανάδες που έπλεναν ακόμη στο χέρι συνήθως Πέμπτη από το χάραμά για να υπάρχούν ρούχα καλά σιδερωμένα μουσκομύριστα την Κυριακη που τότε στα χρόνια του εβδομήντά ήταν ακόμη μέρα σκόλης και παναύριν κυριολέκτικά.

Με τον εκκλησιασμό για όσους είχαν την καλή σειρά με τα ψητά στους φούρνους του Χριστάκη και του Πολύδωρού ή του άλλου του Παφίτη πουκάτω που το Σίνε Βόλος που ήρτεν πρόσφυγας που την Πάφόν το 58.  Εμουντάραν τους οι Τούρτζιοι τζιαι άμαν με σίλλια ζόρκα εγλύτωσεν την οικογενειάν του επκιαν ότι εμπορηέν τζιαι ήρτεν εις την Λέμεσον τζιαι εξανάστησεν φούρνον.

Ελάλεν μου τα ίλαρα δίχα μίσος μόνον πόνον τζιαι Δόξασοι ο Θεός μετά το 2000.  Τούτα απαγορεύεται να τα πούμεν. "Ο πόνος του Γρισκιανού εν πάντα πιο φτηνός" ελάλεν ο γερο Τυλλήρος.  Γιατι ε συφφερει τουτός ο πόνος τα κουσουλάτα.
 

Μέρα της οικογενείας ήταν η Τζιερκατζή κατά παντού στην Κύπρον.  Με τα σουβλάκια στην πίσω αυλήν τα οφτά του Φάλλα στην Μεσαρκάν τους λουκκουμάδες του Χαμπή στην Λεμεσον με τα τραπεζούθκιά τα πολλά.

Ζαχαροπλαστεία παντού της Κύπρου ντυμένα τα καλά τους.  Τα γαλατοπούρεκκα να παέννούν τζιαι να ρκουντε.  Τες μιξ μερίδες στα ζαχαροπλαστεία του Βαρωσιού μες τη μέσην του τραπεζιού να θκιαλέξουν τα μωρά ήνταμπου θέλούν οι γιαγιάες κατείφιν οι κορούες του Γυμνασιου τη σοκολατίναν του Βαρωσιού την ξακουστην πουκάτο σιρόππιν πουπάνω σοκκολάταν παχουλλήν τζιαι πλούσιαν πουκάτο της σοκολάτας κάτι σαν επίστωση μαρμελάδούας μυστικόν της Αμμοχωστιανής Κυψέλης.  


Πειρασμός της Κυριακής γλυτζής σαν τα χαμόγελά των κορασιών ούλλης της Κύπρου της καλής τζιαι της αδικημένης

Κυριακή μέρα Κυρίου και ελπίδος.

1η Οκτωβρίου 1960





Για να έχουμε παρελάση σήμερα γιε μου τα καλλύττερα παιθκιά μας εθυσιάστησαν.

Ο αθθός της νιότης μας επερπάτησεν στο ικριώμαν της αγχόνης με έναν θάρρος αλλοκόσμικόν.

Οι χωρκάτες τζι οι αρκάτες μας οι μαθητές τζιαι οι μαθήτριες μας ελύσαν μες τες Ομορφίτες τζιαι τες Πλάτρες τα Ρετ Χάους τζιαι το Πολέμιν απαντώντας με μιαν λέξην "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ".

Ήταν πολλοί οι αιώνες των αλύσων των βασάνων της φτώσειας των φορολογιών.

Κόμα πας τα σιόνια του Τροόδους βρίσκεις τες πατημασιές του Αυξεντίου τζιαι του Δράκου.


Το δέντρον το πολλοπότιστον του ελευθέρου μας βίου επότισαν τζιαι στα υστερόττερα χρόνια πολλοί του λαού μας υιοι υπερασπιζόμενοι την γην του τόπου μας από τις επιβουλές τους γιους της νύχτας τους εισβολείς τους καταπατητές τον Τουρκικόν επεκτατισμόν τους ιδιοτελείς τζιαι τους απερίσκεπτούς.


Ήταν ένας καθήγητης Πάμπος Καλοδίκης με ξύλενον πόδιν ένεκα ασθενείας.  Εκουβάλαν τα γράμματα της Λευτεριάς με θάρρος εις το ξύλενόν του πόιν.  Με τζείνον τον άξαμόν εμέτρησα τη ζωήν μου που τες 16τ 'Αούστου του 1960.
 


Άλλα ήτουν τα όνειρά μας τζιαι άλλά μας ήβραν.

Αγάπησα την Κυπριακήν Δημοκρατίαν όπως αγάπησα το χώμαν του τόπου μου.  Τούτη εν ή ασπίδα μας έστω με τα να ίπκια της.  Εν τζιαι εχάσαμεν τον έρωταν της ελευθερίας.  Εφκεήμαν π ανωρίς στην πολεμίστραν της επιβίωσης.  Εγεράσαμεν τζειπάνω...

Πέρκει ο Θεός που ταψη Του δωρίσει σας μέρες φωτός τζιαι μιαν ζωήν χωρίς αλύσους.  Για το χαττήριν του Γληόρη του Κυριάκου του Βαγορή του Τάσου του Μάρκου τζιαι του Κοβή Πατάτσου.

Για χάρην των αγνώστων μΑχητών και των μαρτύρων...
 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ αδέρκιά μου καλά.
Στο σιέπος του Θεού τζιαι μήναν καλόν τζιαι χαρούσιμον.