Ο παππούς ο Βοσκός στο καφενείο του
Αγαπητός θείος του πατέρα μου, αδερφός της γιαγιάς μου της Αννεζούς.
Άρκοντας.
Άδρωπος πρωτινός.
Πράος.
Δεν τον είδα ποτε να θυμώνει.
Ταχυδρομικός πρακτορας του χωριού.
Σφραγιζε τις επιστολές με ιερότητά.
Άννοιγε πριν το γέννημα του φου.
Πρότού φύγουν τα λεωφορεία.
Να μπεις πρωίν νύχτα ξημέρωμά στον καφενέν του.
Να ακούσεις τις καλημέρες των χωρκανών.
Να πκιεις καφέν ή
τσάιν σακομυλιάν ή ρώσσικον ή σπατζιάν.
Να ακούσεις τα νέα της νυχτός και της προηγουμένης ημέρας του Κυρίου.
Ο καφενες έμπλεός ιλαρότητός με ευγενήν άδρωπον στο τιμόνιν.
Στους τοίχους τα κοπέλλια μας οι εννιά της
αγχόνης τζιαι ο Αυξεντίου να σεκαλημερίζουν με την ιλαρότητά του
προσώπου τους.
Έξι ακριβως να αννοίει το ράδιον πρωινή προσευχή.
Μετά
μουσική ήρεμη μέχρι τις έξι και τριάντα.
Δελτίον Ειδήσεων.
Ούλοι να κρολοούνται ήνταλος ξημερώνει ο κόσμος...
"Καλημέρα σας! Μιαν σουμάδαν θείε..."
