Πρωταπριλιά





Πρωταπριλιά που τα ξηφώθκια αφηκα το σπίτιν, 
τον τζύρην μου τη μάναν μου, τζιαι τη μιτσιάν αρφήν μου,
για να 'βρω μες τες κρύπτες των σπιθκιών τον μαργαρίτην, 
τον καλόν της λευτεριάς, το κάλλος της ζωής μου.

Είπασην για τη Μάναν μας πως ήτουν για να πάμεν
Τζι εν ήτουν ψέμαν των γελιών το καλόν ανταρτικόν
Που πκιαεν στράτες των κλεφτών, το γλυκόν το μερτικόν
Που τότες ούλλον μάχουμε γλυκό ψουμίν να φάμεν