Για τον Andrew Papparides
 

Στο απογευματινό μας σκόλασμα του Ζ' Δημοτικού Σχολείου μόλις βγήκαμε στην χωράφα της γωνίας Πιττακου και Αποστόλου Βαρνάβα κοντοσταθήκαμε έκθαμβοι μπροστα στην απέναντι βιτρίνα του μπαρ των Εγγλεζων, Ρίτζενσυ φάμιλυ μπαρ το έλεγε ο Αντρεας ο παλιος του ιδιοκτήτης.

Διαβάσαμε την νέα ταπέλλα ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ ΣΤΑΥΡΟΣ.

Εκ του μακρόθεν σχηματίζοντο τα νέα έντελως νεα δωρήματα της γειτονιάς μας.  Πάστες, κοκ, σοκολατίνες, σιαρλόττες, γαλατοπούρεκκα, ένας αγνωστος παιδικός παράδεισος γλυκός και ισοτίμος αλμυρός όπως απεδείχθει λίαν συντόμως.

Το είχα προσέξει πως κάτι συνεβαινε στο μπαρ του Αντρέα που στις μέρες μετα την εισβολή είχε γίνει καφενειο για τους πρόσφυγες του καταυλισμου που λειτούργησε στο σχολείο μας.
 

Πρώτος μπήκε ο Άντρος ο Παππαριδης και εξήλθε θριαμβευτης με μια πάστα ινδοκάρυδο.

Περάσαμε όλοι απέναντι κατεβάσαμε τις βαλίτσιες και αφου θαυμάσαμε τον ζαχαροπλαστικόν πλούτο της βιτρίνας, εισβάλαμε ως απογευματινο τάγμα επιστρέφωνπεινασμένον εκ πορείας.

Η συνέχεια ήταν εμπλεη αγάπης γεύσεων μύησης εις την ζαχαροπλιστικη τέχνην της πολυθρήνητης Αμμοχώστου.

Ο κύριος Σταύρος, το στολίδι κατόπιν της γειτονιας μας η κυρία Λέλλα και τα τρία τους παιδιά (ο Γιώργος, ο Πάμπος και η Χριστίνα) ήταν οι ξεριζωμένοι συνιδικτήτες του μυθικου Βαρωσιώτικου Ζαχαρολατείου ΚΥΨΕΛΗ με τη θρυλική του σάλα και το ιστορικον του τζουκ μποξ.

Μαζί τους θα μεγαλώναμε Εκεί θα μαζευόματαν.

Τα καλοκαίρια κατάκοποι από τις δουλειες στα καθε λογής συνεργεία εδώ ερχόμαστανγια μια βραδυνή παρηγορια μια σιαρλόττα με το παγωμένο νερό της και το δωρεαν αστείο του κυρίου Σταυρου.
 

Εδώ ανθησαν φιλίες που κρατουν δεκαετίες.
Εδώ επιστρέφουν όλοι του χωραφέικυ αντάρτικου, όλοι του Κατηχητικου, του Κυρίου Έλληνα που μας έμαθε τόσα και την αγάπη για την Κύπρο, την Εκκλησία, τη γειτονιά, το βιβλίο.
Εδώ και όλη η συμμόρία αρχοντιας του 61ου Συστήματος.

Βασιλόπιττα πάντα από του Σταύρου τρώγαν οι πρόσκοποι.
 

Το ζαχαρόπλαστείο μας ήταν και σχολή γευσιγνωσίας διδακτήριον αρχοντιας και τιμιότητος τράπεζα αρίστου γεύσεως θερμίδων.

Το δευτερο μου σπίτι στην Γυμνασιακη και Λυκειακη μου περιπέτεια.
 

Ακόμα και σήμερα μπαίνεις στου κύριου Σταύρου και μαζι με την αγάπη και τις αγκαλιές σε περιμένουν πάντα οι πλεονευτυχεις συναντήσεις.

- "Πεγειώτη άφησε τζιαι κανέναν κοκ για μας"
- "Αν αφήσεις εσυ καμμια σοκολατίναν"
 

 Όταν με το καλόν παμεν πισω ελευθεροι στο Βαρώσιν μετά την Εκκλησια του Αη Μέμνωνα οπου θα προσκυνήσω για χάρη του παπά Αναστάση Χαραλάμπους του φωτεινου καθοδηγου.
Θα εισβάλω πανηγυρίζων στο ζαχαροπλαστείον ΚΥΨΕΛΗ και θα βοηθήσω του Πάμπου να βγάλει τις καρέκλες έξω ενω στο τζουκ μποξ θα παιζει "Οσο αξίζεις εσυ..." ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΟΥ
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΣΚΛΑΒΟΥ 


ΓΡΑΜΜΑ 1ον

Στα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού μου βίου ρώτησα σοφόν άνθρωπό της Κύπρου.

Ζήτησα να μου πει λόγον προσανατολισμού νεανίας ων και αφελής τυγχάνων.
Μου είπε κάτι απλό που τελικά με βοήθησε πολύ στα κατοπινα
"Να προσπαθείς να κάνεις το καθήκον σου"...
 

Αγωνίστηκα από τότε και με τα χρόνια κατάλαβα πως έτσι μπορείς να βοηθήσεις. 
Να περπατάς να οδεύεις αγωνιζόμενος για το κοινόν καλόν το εμεις της πατρίδος της κοινωνίας προσπαθώντας να κάνεις το καθήκον σου.
Δεν είναι πάντα ευκολο.

Θα σε πάρουν πολλές φορές στο κατόπιν.
Με τον καιρό μαθαίνεις πως όσοι μισούν το καθήκον το εμεις του Μακρυγιάννη είναι ως επι το πλείστον θρασύδειλοι και αποφεύγουν τα δύσκολα. 
Επιπρόσθετα δεν έχουν και πολλήν αντρεία ούτε τους θυμούνται οι φτωχογειτονιές.

Εμείς των χωράφων δεν έχουμε άλλον δρόμον άλλο μονοπάτι.

Την οδόν του καθήκοντος.
Όσο μπορούμε εν διακρίσει και συνέσει.
Με φρονιμάδα και τόλμη.
 

Στην αρχη θα σε λεν τρελλό.....
 

Κατοπινά θα ευχαριστεις τον Χριστό που δεν πήρες άλλο δρόμο.
Στο δρόμο αυτόν πολλοι ριζιμιοι αδρώποι σου κερνούν καφε και μια μπύρα και δυο λόγους καλοσύνης.

Υ.Γ. Το έζησαμεν όταν ομιλούσαμεν για τα κτιριακά προβληματα των σχολείων και τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου.  Μετα από έτη σε σταματούν στο δρόμο οι παλαιοι κατήγοροι για να σου πουν πως ήρθε η ώρα να ξανακούσουν όσα έλεγες να ζητήσουν κι αυτοί την αυτονόητη επιτέλεση των στοιχειωδων...
Έναν δείλις επήρεν μας το Ίδρυμάν Παναγίδη, η Λέσχη Νέων, να παιξουμέν μάππαν σε έναν χωρκόν κάτω μέρου που τον Αγρόν


Τότες εκυκλοφοραν μια εφημερίδα "Αθλητική Λεμεσός" που επερίγραφεν μας ως τη συμπαθή και αθλητοπρεπή ομάδα του ενός ομίλου της ΑΟΚΝΕΛ.
 

Αθθυμούμε πως επαίζαμέν δείλις διότι το Συμβούλιον του Ιδρύματος ήταν ξεκάθαρον.
Δεν αγωνιζόμαστε την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
 

Ο διαιτητής του αγώνα ήταν ένας δίκαιός αθρωπός φοιτητής ή απόφοιτός του ΑΤΙ με το παραγκώμι "Μουστάκας" γιατί εμοιαζεν τέλλια του μεγάλου Κωμικού Σωτήρη Μουστάκα.

Τότες κάθε ομάδα επρότείνεν έναν επόπτην γραμμών.

Ανέλαβά το πόστον με ολίγον φόβον διότι οι ομάδες των βουνών ήταν νάκκον περίτου που το καράιν δυνάμενές τζιαι άμαν εχάνναν εφτεάν τζιαι οι άλλοι τζιαι βεβαίως πρώτός ο λαισμαν που εφέρναν οι αντιπάλοι.
 

Στο ημίχρονό ενικούσαμεν 3-1.
Πάντα ο γηπεδούχος στα αγροτικά ετζιέρναν ΚΕΑΝ ή Κοκα κόλα η Σέβεν Aπ.
Σαν επίνναμεν το αναψυχτικό εκοντέψαν κάτι βουνίσιοι τους παίκτες μας τζιαι ελαλούσαν πως εν κρίμαν η ομάδα να καιλήσουμέν να τελειώσει ισοπαλία το ματς.

Οι δικοι Αη γιαννήτες του Χαράκη βέροι που να ακούσούν για σικέ.
Ήταν τζιαι αντροπή που τους αδρώπους του Ιδρύματός.

Αναγιώναν μας για να μάστεν αδρώποι όι να στείνουμεν ματς.
 

Τελικά ενικήσαμεν 4-1 αλλά εκακόπαθεν ο διαίτητής τζιαι ο λαισμάν διότί ούλλα εφταίαν τους βουνίσιους προπαντός άμαν εσηκωννά τη σημαιούα του όφσαιτ.
 

Πάντως ξύλον εν εφάαμέν.

Ως το 1984 που επήαμεν ούλλοι στρατόν τζιαι αποσύρθηκέν η ομάδα που το πρωταθλημά μετά από δέκα χρόνια πορεία στα αγροτικά γήπεδα, ούτε εχαρίσαμέν, ούτε εγοράσαμέν τζιαι βεβαίως ούτε επουλήσαμέν ματς.
 

Ήταν οι τζιαιροι που ούλλες οι κατηγορίες επαίζαν για την ευλοημένην την φανέλλαν...

Κοκ και χαμόγελα



Τούτα τα κοκ Γιαννάκη μου εταξιδέψαν που το Βαρώσιν που τα ανάμικτα του Ζαχαροπλαστείου Κυψέλη στην Λεμεσόν στο κέντρον της πόλης τζιαι ύστερα δαμέ στην Αποστόλου Βαρνάβα το έτος 1977.

Αγάπησεν τα ο κόσμος.
Αγαπησεν μας η γειτονιά.
Αγαπήσαμεν τους τζιαι εμείς.
 

Ξέρω το...
 

Μια από τις πλέον καλόκαρδες κυρίες μου έλεγεν πέρσι.
Το Ζαχαροπλαστείον εν το στολίδιν της γειτονιάς μας.
 

Τες νύχτες που εκαθούμαστεν μιτσιοι έξω στες πολυθρόνες τζιαι ακούαμεν τραούθκια που το τζου ποξ τα κοκ είχαν την τιμητική τους.
Έναν δεν ήτο αρκετόν δύο ήταν λίγα.
Μοιράζουμεν το τρίτον.
Όι εννα μοιράσβω μιαν σιαρλότταν.
 

"Αχ τα κοκ του μάστρε Σταύρου!" ελάλεν ο φίλος μου... "πνάζουν την κουρασμένην μαθητιώσαν νεολαίαν".
 

"Σιγα τζιαι εννα μας ηστηλλώσεις!"
 

"Ήρταν τζιαι τα νερά τα παγωμένα"
 






Κοκ και χαμογελα.  Ήταν συνταγή χαράς και επιτυχίας.
Οι μυροθκιές και οι γεύσεις είναι μια μεγάλη ευλογία για όσους και όσες έζησαν στα φτωχικά χρόνια προ και μετά την εισβολή.


Εφούρνιζες ψουμιά τζιαι παξιμάθκια στη Δρούσια εμουσκομύριζεν η γειτονιά άπασα.
 

Καλοκαίρι στους δρόμους έξω από το Αθηναίδειο κατι Πακιστανοι μυριστικοι σε χαιρετούσαν με μαλαματικά αρωμάτων.

Τα γιασεμια στου Χαράκη τα φούλια οι γλάστες οι κήποι...

Η Ανοιξη ήταν Άνοιξη και το Καλοκαίρι, Καλοκαίρι.
Κάθε πράμα στον τζιαιρόν του τζιαι εμουσκομυρίζαν οι κουζίνες τα μαιρκα αμαν έκοφκες πομηλόριν με το χαλλούμιν του Ακάμα που το ψήναν με φωθκιάν των ξυλών τζια εκάμναν το με το άλας που συνάαν που τη θάλασσαν.
 

Απέναντί που την χωράφαν μας ήταν πολύ πριν το 1974 τα Σουβλάκια Φύτος.
Από τις τέσσερεις αναβεν κάρβουνα στις πεντε έβαζε σουβλάκια για πρώτο ψήσιμό.
Ατε μετα να παιξεις μάππαν συγκεντρωμένος όταν το σουβλάκι με αριστον χοιρινόν ανευ χημικων τότε σου τρελλαινε την μύτη.
Ακολούθούσαν οι παραγγελίες των εγγλέζων για μιξ με πίκλα και συνελαμβανες την άλλην πλέον απαγορευμένην μγρουδιάν της αργοψημένης σιεφταλιάς.

Κάποτε ο αγώνας με τον ολοτζιηνουρκον φούρπον εδιακόπτετο συναινεσει και των δύο ομάδων.
Εκάθούμαστε όλοι στις πέτρες της χωράφας και με κλειστους οφθαλμούς εδειπνούσαμε σουβλάκια στις έξι και μιξ στις εφτά παρα τέταρτο δια μόνης της οσφρήσεως και δωρεάν παρακαλώ.

Αυτά συνεβαινάν όταν τα σουβλάκια στην πίττα έστω μισήν ήτο μία ακριβή πολυτέλεια.
 

Όταν τηγάνιζαν ψάρι οι γειτόνοι ελάμβανες αμέσως γνώσην ανευ προφορικής ενημερώσεως
 

Στο δρόμο του Ιδρύματος Πάναγίδη ήταν ο φούρνος του μάστρε Πολύδωρου ΤΟ ΝΕΟΝ ΚΑΙΡΟΝ.
Συνήθώς τις νύχτες της Τετάρτης εκασιάνιζεν φρέσκες φυστικόκουννες.

Επιστρέφοντες εκ του Κατηχητικου με τον Σωτήρην τον Μεσημέρην και τους λοιπους που να αντισταθούμε στη μυρουδια.

Μετα της αναγκαίας σοβαρότητάς εισερχόμαστεν με το μισούιν ανα χείρας και η καλοκαρδη φουρνάρισσα μας γεμιζε τα ειδικά σακκουλλάκια ως επάνω ζέστες ζεστες της ώρας.

Άτε μετά να προσαρμοστεις με τις σημερινες των πακέττων του περιπτερου όταν έμαθες με τις χρυσαφένες της ζεστης ακόμη λαμαρίνας του φούρνου και του αψευτου φουρναρη.

Το έργον ούτον θα έχει...συνεχειες πολλες

ΠΑΤΤΙΧΑ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΚΑΡΠΟΥΖΙΝ ΠΟΥ ΤΟ ΠΡΩΙΝ ΜΕΣ ΤΟ ΨΥΓΕΙΟΝ
ΤΖΙΑΙ ΧΑΛΛΟΥΜΙΝ ΤΟΥ ΑΚΑΜΑ
ΚΑΡΠΟΥΖΟΜΕΝΕΣ ΦΑΝΕΛΛΟΥΕΣ

 
Οι γεύσεις των ετών του εβδομήντα
 
Καρπούζι στον καιρό του με σχήμα κανονικό.
Παγωμένο στο ψυγείο ή στον πάγο από το παγοποιείο σπαμενη παγωμένη πλάκα με σφυρι πέτρα ή σιεπαρνι μες το μεταλλικό μπανιούι.
Εκει πάγωναν και οι μπύρες. Μπουκάλες μεγάλες.
Μαζί με τη μοίρα το καρπούζι το κομμάτι το χαλλούμι της ορόφης αληθινό.
 
Ακολουθούσε μια βίωση γευστικου παραδείσου που συνήθως σε συνέπερνε μεαποτρλεσμα η ονειρική παττίχα να ζωγραφίζε νακκον την φανελλούαν σου.
 
Τα υπόλοιπα γνωστα σε πολλές παραλλαγές.
 
Ύστερα λαλεί η γιαγιά σου γιατί εν σου φορώ την φανέλλα την καλήν που σούφερε που την Αυστράλιαν.
"Πάλε έσταξες την παττίχαν πάνω σου!"

Υ.Γ.  Σε μια γειτόνια ο καλοκαρδος μηχανικός έλεγε όλον το καλοκαιριν "Μα ολάν αν μεν στάξεί πάστην φανελλαν η παττίχα θαρκούμε εν άγευστη.  Οι φανέλλες των μερακλήων εν πάντα τατσωμένες"
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΧΩΡΚΑΤΗ ΛΕΥΤΕΡΗ ΣΚΛΑΒΟΥ 

ΓΡΑΜΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ειναι νομίζω πλέον καθαρό πως λειπει την τελευταία δεκαετία μια λα ική πρακτικη φωτεινή προσωπικότητα από το νησι.


Ένας άνθρωπος μακρυά από τα κόμματα που είναι μπλέγμένα με κόμπους σε διαφορα συνεργατικά από δεκαετιών.
 

Ας μην κρυβόμαστε.
Μεγαλώσαμε στις φτωχογειτονιές της Λεμεσού και ξέρουμε και τις ευλογίες των αληθινών συνεργατιστών και βλέπαμε και από μικροί διαφορα.
Λείπουν και οι πρακτικοι άνθρωποι που με υπομονή λύνουν προβλήματα που καταδέχονται και τη λάντζα και τον κούσπο και την τσάππα και το χαμαλλήκι.
Αυτοί που συνειδητά λείπουν από τα γραφεία και τον λιπαρό βίο.
Αυτοί που δουλεύουν αθόρυβα για την ελπίδα στις φτωχογειτονιές.
Αυτοί που τους αγαπούν οι δοκιμαζόμενοι που τους ξέρουν πάντα οι λαγκούφες των γειτονιών και τις υπαίθρου.
Αυτοί που τσάκκισαν στους κόπους και την κακοπάθεια μες τους καιρούς της κρίσης για να αντέξει η φτωχολογιά να φά ν ψωμί τα παιδιά της
 

Από καιρό σκέφτομαι κάτι που μας έλεγε φίλος που πολλοί τον λεν τρελλό.
Προσοχή από τους πολλούς που σε κρίνουν από την αποβάθρα με τα κουστούμια και τα πε εμ βε.
Αυτούς που παλεύουν μαζί σου μες τα κύματα να τους αγαπάς.
 

Ένας τέτοιος τρελλός μας λείπει με αντρεία δυνατη φωνάρα να τον φοβηθούν και οι θρασύδειλοι ψευτομαγκες με τα ποικίλα χρώματα.

Οι "Παίκτες"



Οι παίκτές ή ηθοποιοι ή ηρωες κυκλοφορούσαν εις ολόκληρη την νήσο μάλλον μετά το 1965.
Έχω κατά καιρους εντοπίσει παλαιότερους διχρωμους ή πρωτογονως έγχρωμους.
Οργανωμένη και αφομοωμένη βιωμένη εικόνα ή μάλλον εκατοντάδες αναμνήσεις έχω απο την σειρα που πέρασε απο τα χέρια των ποδοσφαιριστων της χωράφας του Καθητζιώτη με έτος γεννήσεως από του 1959 και εντεύθεν.
Ήταν η γνωστη εγχρωμος σειρά με στάμπα τον Τάσο της ΑΕΚωνσταντινουπόλεως που όταν βγηκαν οι παίκτες ήταν ακόμη κανόνι της θρυλικής ΕΠΑ και δεύτερη στάμπα πολύ δυσκολότερη ο παίκτης υπ αριθμον1 στη συλλογήν ο μεγάλος Γκρέκορυ της Ομόνοιας.
 
Κάθε σοβαρός στατιώτης της χωράφας έπρεπε να έχει μίαν ματσούδαν παίκτες με χωρισμένους δια προσωπικης μεθόδου τους μονους και τους διπλους.
Η σοβαρότης δεν ήτο πλήρης και δυσκολευόσουν να παίξεις έστω και σένερ μπακ στο δίτερμα στην χωράφαν αν δεν είχες και μίαν ματσούδαν ήρωες Ελληνες του 1821.
Ακόμα και την σήμερον ημέραν δεν μπορεί άρρενας ανω των σαράντα εις Λέμεσον να εκφραστει περιφρονητικα δια τους παικτες και τους παλαιους ήρωες.
Η μεγίστη δε τιμωρία ισαξία τριημέρου πένθους ήταν εν ώρα οργης να σου πετάξει η μάνα ή χειροτερα να σου σχίσει τη συλλογη σου με τους παικτες.
 
Σοβαροι δε ιδιοκτήτες συνεργείων παλαιοι φίλοι όταν θέλουν να θριαμβολογήσουν εις μέλη της παλαιας χωραφοπαρέας ανοιγουν το τριπλοκλειδωμένο τελευταιο συρτάρι και εναποθέτουν την ματσούαν εμπροσθεν σου "Κλειστη συλλογη σειρα με την στάμπαν του Γκρεκορυ.
Έχω τζιαι τη στάμπα του Τάσου της ΕΠΑ.  Μεν το πείτε του Γιώρκου ακόμα γυρευκει την...
Μεάλος παίκτης ο Τάσος.  Εν έχασεν ποττέ πέναλτυ.  Ούτε στην ΑΕΚ.  Τους Εγγλεζους επέλλανεν τους στο ΚΟΥΗΝΣ ΠΑΡΚ.
ΡΕΗΝΤΖΕΡΣ.
Τι να κάμεις μένεις με το στόμα ανοικτο τζιαι τα μαθκια γουρλωμένα.
 
ΑΜΑΝ Η ΣΤΑΜΠΑ ΤΟΥ ΓΚΡΕΚΟΡΥ ΜΟΝΟΝ Ο ΦΟΙΒΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣΙΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΙΤΟΝΙΑΝ