Υπαίθριος θερινός ύπνος

Κάθε οργανωμένη οικία των λαϊκών γειτονιών είχεν πάντα πουκάτω που την κληματαρκάν έναν κρεβατούιν εκστρατείας ή κκάμπετ, όπως το εξέραν οι μιτσιοι, δια νυχτερινόν ή μεσημεριανόν υπό τον σιον ύπνον.



Οι πολλά μερακλήες και έχοντες μίαν άνεσην αγοράς ή ευκαιρίαν εθνικοποίησης, άμαν εφεύκαν οι Εγγλέζοι ενοικιαστες ήτο τετιμημένοι ιδιοκτήται καρέκλας αναπαυτικής πάννενης στερεης και διάσημης ως παρέχουσαν άνετον ύπνον μετά ροχαλητού.



Οι έχοντες περβολούιν ή δέντρα όπισθεν του σπιθκιού, παραδοσιακότεροι, εστρώναν μιάν σιδερένιαν καρκολούαν κάτω που καμμιάν ελιούαν ή πλατύφυλλην μεσπιλλιάν και ετιμούσαν τον ασφαλήν υπαίθριον ύπνον...


Τα ημερολόγια ήτο ακόμη στην εβδομην δεκαετίαν ή στην όγδοην και ο βίος ήτο πλούσιος εν τη απλότητι του.

Ίλαρος και ειρηνικός και ο θερινός υπνος υπό σκιάν και αερούιν...

Λιγκρίν



Εις την χωράφαν του Καθητζιώτη, καρτζιν που το πατρικόν μου της θρυλικής οδού Τροόδους, εστείναμεν τον Σεπτέμβριον μήναν, όταν πλέον κανένας καλός Σαμαρείτης δεν μας έπερνεν θάλασσαν, το διεθνές και άνετον γήπεδον δια το λιγκρίν.

Η τοπική εθνική είχεν σταθερούς παίκτες: Νίκος Κουσιουμής, Μάριος Φιλίππου, Αντρέας Χαραλάμπους, Αντώνης Γεωργίου Βλάσκος, Ντίνος Τσιαλής και εκτακτως ο Χριστακης Παναρετου ο ματσουκάρης από την οδόν Ρώμης.


Μετά το σχολείον λιγκρίν και λίγκρα επαίρναν φωθκιάν.


Υπήρχαν και μερακλήες που εφέρναν δικήν τους λίκραν.

Από τους παλλιούς της χωράφας εμάθαμεν να μεν δεχούμαστεν ομάδαν που επιμένει στο δικόν της λιγκρίν.

Συνήθως τα ντέρπυ λιγκριού επαιζούνταν εις τες λεπτομέρειες.


Πόσον καλοι ήταν κάποιοι στον ππουφουρόν.
Πόσον εκουτσούσιαν οι συμπαικτες σου τζιαι αν είσιες τσιάκκον να πιάννει λιγκρίν εις τον αέραν.

Με τον τζιαιρόν εκατάλαβα πως αν η ομάδα δεν ενευρίαζεν δεν έχαννεν.

Γι αυτον εισιεν κατι παμπόνηρους που εκάμναν το πας να μας τσακρίσουν να μας κιστήσουν να κουτσούμεν αέραν στο γάμον του Καρακιόζη να μας νικούν.

Με τον τζιαιρόν εμάθαμεν, εγίναμεν σαν τον Τάσον της ΑΕΚ ψυχραιμοι τζιαι σπάνια ετρωαμεν τες...

Κάτω που τα Μοναστήρκα


Κάτω νερού που τον Άην Γιώρκην τον Νικοξυλιτην ήταν ένας λάκκος για τα κτηνα με βούρνες παλαιές πέτρενες Αρχαίας τες ελαλούσαν.

Επέρναμεν, τον τζαιρόν των τερατσιών, τα κτηνά με τον παππού μου τον Γιάννην να πκιουν νερό να μεν ποσκάσουν που την πυρά.

Ωστη να φτάσουμε ο παππούς ελάλεν ιστορίες των καλοήρων τζιαι του γουμενου των Μοναστηρκων.

Ηταν μια χαρά να θωρείς τα γαούρκα μας την .ουλαν να πιάνουν νερό καθαρό σιονιν μέσσε βούρνες σγιαν τους τζιαιρός του Ομήρου τζιαι του Χριστού μας του πολλλαγαπημένου

Εθέλαν οι Γρισκιανοί να φύουν που τον Ακάμαν


Οι Κουππάρηες είχαν να ρίσουν τζεικάτω που τον τζιαιρόν που ρτεν ο γερο Κουππάρης που τη Λάπηθον να γλυτώσει που τες σφαγές εις το Σεράιν.
 

Επκιάσαν τον παππού μας γιε μου οι Τούρτζιοι τ 'Ακάμα, τζείνοι που θέλαν να βρουν χαζιρικά, τζιαι εβασανίσαν τον καλά τζιαι ύστερις εδείσαν τον πας σε μια μούλαν τζιαι βιτσιάσαν την να τον κολοσύρει, να τον ποτελειώσει.

Μα κάμποσον τόπον τζείθε μέρου επόκοψεν την μούλαν έναν Τουρτζίν που δεν καλά που τον γέρον τον τρισπάππον σας τζιαι έσωσεν τον τζιαι φέραν τον μισοτέλειωτον εις το χωρκόν.

Εζησεν καμπόσον τζιαιρόν μες το κρεββάτιν ωσπου τζιαι επεθανέν.

Ελάλεν μου τα που μουν μιτσής η γιαγιά μου η Σοφρωνία, η αψευτή, η καλοσυνάτη.


Μα το δικόν τους ασυγχόμπατους εν εγένειν.

Εζήσαν τζιαι γιορκήσαν οι Κουππάρηες τζι' άλλοι Δρουσιώτες τζι' άλλοι Γρισκιανοι μες τον Ακάμαν πέλα σέλα που την Λάραν ως το Δαμαλοσπηλιόν, τον Άην Κόνωνάν, τον Άην Νικόλαν ως τη Φουνταναν Μορόζαν τζιαι τον Άην Μηνάν ως τζι έξω στον Νιοχωρκόν.

Που το Δίμμαν του Γερονήσσού ως τον Πιττοκόπον, τον Άην Γιώρκην τον Αρχαίον τζι ως το Τζιώνην τζιαι το Κάβο Αρναούτης.


Έγλεπεν τους ο Θεός τζι ο Άης Κονωνάς που τον αγάπαν πολλά ο παππούς μου ο Γιαννής.
 

Άμαν έρεξεν ο τζιαιρός της Τουρτζιάς εσυναχτήκαν νάκκον τζιαι εν εκλέφταν φανερά ούτε επειράζαν αμάν ενώθαν τους Γρισκιανους να'ν πολλοί
 

Μα πάλε επρεπέν να γλέπεσε...

Με προγόνους πρωτινούς βρακάες...


Εμείς οι βρακάες
οι φτωσιοι αρκόντοι
με τα ζημπούνια.


Με τες ποϊνες
τζιαι τα αμμάθκια
των πεζουλων

τα σιέρκά με τα αροτρα
ζωγραφισμένα βαθκιά.
 

Εμεις η ταυτοτης σας
η ταπεινή ουλλόν φως
καταγωγή ημών
τα παππογονικά σας.


Απ αρνηθει χασκιάζεται
Απ αρνηθεί μαννέφκει.
Απ αρνηθει στα σκότη περπατεί
τζιαι κλεφτοφάναρα εισαγωγής γυρεύκει.


Εμεις οι πρωτινοί
το θαύμαν π'αγρώνισεν ο ποιητής.

Εν τούντο θαύμαν που τζυνηούν
που τις ψυσιες σας να ξορίσουν.


Αν θέλλουν περιδέραια
γιαλλέτες της Αλαμανης
Να παν αλλού να γυρευτούν.
Άλλους για να πικράνουν


Καλού κακού τυπώστε
εφτα σιλιάες κάδρα 

του παππού σας του Σώζου του Χριστόδουλού
πριν να απαγορέψουν την αναγραφήν του
του Μπιζανίου
εις τας ταυτότητάς της νήσου..


Γεώργιον Καρα ισκάκην πούθελεν
Ιωάννην Μακρυγιάννην
Δημήτρην Λιπέρτην
να ομιλήσουν
να τραουδήσουν
να ακούσετε του πρεπού σας...

Εμείς τζαι εσείς...


Εμείς με τις αλατζιές μας
Εσείς με τις στολές σας
τις πολιτιτζιές σας.

Εμείς οι μανάες
οι αρφάες μας
στους ρότσους της υπομονής.
Μια θκεια μου εμετάνιαζεν
τες νύχτες εις τον Νιον Χωρκόν.
Για τους ψαράες της ελευθερίας.

Εμεις εν εξέραμεν χίτσιν
πολιτιτζιές
τζιαι τέγνες του ππαρά.
.
Γέννημαν νήλιου
βούττημαν
τζι η φτώσεια φτώσεια
Ας ελαλούσαν οι γονιοι μας
λαλιάν γρουσήν του Ομήρου
Σσυντυσιες του Οδυσσέα
τζιαι πολοήθειν Αχιλλέας
τζιαι λαλεί της πέρκαλλής
Αλόπως ήτουν κάλλιον
η όμορκια σου
που της ωραίας της Ελένης
τζιαι εχάθειν εις τα πόθκια σου
τέθκιος βασιλέας
Ονήσιλλος το παππογονικόν
Ελευθερία μάνα του
Αγάπη η αρφή του
Κόμα γεννά ο τόπος σας
λαμπάες κορασιές
να τες θωρε ο Πλάστης μου
σσίλιες χαρές να κάμνει...

Εμείς με τις αλατζιές μας
τες φωνές τες νεκαλιστές μας
τ Ακρίτα τες σιερούκλες
π αήννουν χνάριν των βουνών
Εμεις μια λυερή
χαραμαν φου
στης Παναγιάς του Τζύκκου
έναν χωρκόν σύγκοντα
κέρφιου τζι αλυσοι
τζιαι τζείνην ίλαρη
νουδιμή ελευθερία
στέκει στα πόθκια της
κράει καρκιά μου
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΝ του Τροόδους
φώς ..όρθρου βαθέως..
Ε..μ..ε..ι..ς....

Στα εστιατόρια τζαι τα σουβλάκια που ετρώαν τα συνεργεία

Αφιερωμενον στους μαστορους της παιδικής εφηβικης και νεανικης μας βιοπαλης



Κατα τα δειλινά που εκαθούμαστεν να πνάσουμεν εις τους καφενέες των συνεργείων του 1979 εγένην μια συζήτηση έναν γινάτιν για τα ωροσκόπια πως ήτουν μια ψευκιά εις τες εθημερίδες πως επκιάνναν που τον θη σαυρόν το Ντομινόν το περιοδικόν τζιαι την βεντέτταν.

Ένας μερακλής εκόλλλαν τα παστον τοίχον έναν μήναν τζιαι εφκέειν το συμπέρασμάν η πατέντα η μικροψευκιά του σελιδωτή.


Ο έξυπνός ο μάστρος μας ελάλεν.  Ανοιξε την Απογεματινήν.

Σήμερον Δευτέραν εις τον Σκορπκιον λαλει τζεινα που έγραφεν εις τον Κριόν την Πέφτην.
"Σημέρον ημέρα μεγίστης κερδοφορίας.  Αγορασε λαχείον ή ομολογιας.  Προσοχή στα αισθηματικά.  Παγίδα εν όψει..."
 

Ακούεις κύριε Κωστάκη...;
 

Ακούω γιε μου.

Εμέναν το παιδιν επκιαν το πόιν μου έσιει τζιαιρόν.

Γέλιον πκιον οι βοηθοί τζιαι οι μαστόροι.


Επίναμεν τζιαι μιαν Χάι Σπότ διπλήν να πνάσουμεν που την δουλειάν.

Ο καθηγητης εσυνεχιζεν.

Η πατέντα εν εναν πέντε οκτω.

Την Κυριακήν αντιγράφουν που το Ρομάντζον:
"Μεγάλαι ανατροπαί εις τα οικονομικά.  Προσοχή από τους απρόσεχτους οδηγούς και τας βιαστικάς επενδύσεις..."
 

Ύστερις εδειπνούσαμεν σουβλάκια ούλλοι τζιαι έξι επαένναμεν έσσω.