Εθέλαν οι Γρισκιανοί να φύουν που τον Ακάμαν


Οι Κουππάρηες είχαν να ρίσουν τζεικάτω που τον τζιαιρόν που ρτεν ο γερο Κουππάρης που τη Λάπηθον να γλυτώσει που τες σφαγές εις το Σεράιν.
 

Επκιάσαν τον παππού μας γιε μου οι Τούρτζιοι τ 'Ακάμα, τζείνοι που θέλαν να βρουν χαζιρικά, τζιαι εβασανίσαν τον καλά τζιαι ύστερις εδείσαν τον πας σε μια μούλαν τζιαι βιτσιάσαν την να τον κολοσύρει, να τον ποτελειώσει.

Μα κάμποσον τόπον τζείθε μέρου επόκοψεν την μούλαν έναν Τουρτζίν που δεν καλά που τον γέρον τον τρισπάππον σας τζιαι έσωσεν τον τζιαι φέραν τον μισοτέλειωτον εις το χωρκόν.

Εζησεν καμπόσον τζιαιρόν μες το κρεββάτιν ωσπου τζιαι επεθανέν.

Ελάλεν μου τα που μουν μιτσής η γιαγιά μου η Σοφρωνία, η αψευτή, η καλοσυνάτη.


Μα το δικόν τους ασυγχόμπατους εν εγένειν.

Εζήσαν τζιαι γιορκήσαν οι Κουππάρηες τζι' άλλοι Δρουσιώτες τζι' άλλοι Γρισκιανοι μες τον Ακάμαν πέλα σέλα που την Λάραν ως το Δαμαλοσπηλιόν, τον Άην Κόνωνάν, τον Άην Νικόλαν ως τη Φουνταναν Μορόζαν τζιαι τον Άην Μηνάν ως τζι έξω στον Νιοχωρκόν.

Που το Δίμμαν του Γερονήσσού ως τον Πιττοκόπον, τον Άην Γιώρκην τον Αρχαίον τζι ως το Τζιώνην τζιαι το Κάβο Αρναούτης.


Έγλεπεν τους ο Θεός τζι ο Άης Κονωνάς που τον αγάπαν πολλά ο παππούς μου ο Γιαννής.
 

Άμαν έρεξεν ο τζιαιρός της Τουρτζιάς εσυναχτήκαν νάκκον τζιαι εν εκλέφταν φανερά ούτε επειράζαν αμάν ενώθαν τους Γρισκιανους να'ν πολλοί
 

Μα πάλε επρεπέν να γλέπεσε...