Το κλειστόν του Αθηναϊδειου

Το κλειστόν του Αθηναϊδειου ήταν για μας του Αή Γιάννη και του Χαράκη κάτι θαυμαστόν.


Γήπεδον μπάσκετ κανονικόν και προπάντος γήπεδον πετόσφαιρας θκιαμάντιν.

Εδώ επρεπεν πολλά να προσπαθήσεις για να μεν μάθεις.

Ούλλοι εκάμναν σέρβις από καλόν τζιαι πάνω.

Υπήρχαν αρκετοι ικανοποιητικοι πασαδόροι Εμάθαμεν ήντα να κάμουμεν.

Ο Τσίκος ο Μιχάλης ήταν ο βασιλευς των πασαδόρων.

Πολλοί εκαρφώναν καλά, κορυφαιοι ο Παπαθωμάς και κατόπιν ο Νικηφόρου.  Ο Λουκάς βέβαια ήτο άλλου επιπέδου.  Μεγαλύτερος μας και παικτης από τότε της Ανόρθωσης.

Τα μπλόκ ήτο σε πλεόνασμον στο Στ Γυμνάσιον. Ακόμη θυμησες πολλές έχω από μπλοκ καρφια και συνεχη περάσματα.

Οι καθηγητές και οι καθηγητριες της Γυμναστικής πολύ μας βοηθούσαν να ξεχνιόμαστε και να χαιρόμαστε την άθληση.


Ο κος Λουκας Λουκά είχε μια ιδιαιτερη σχέση μαζί μας.
Ο θυμός δεν τον συντροφευε ποτε.
Στα κενά πάντα μας εδινε μπάλα για βόλευ.


Γίνονταν κάτι έκτακτα παιγνίδια με μικτες ομάδες τα απογεύματα στα έξω γήπεδα του βόλλευ.
 

Ήταν ούλλες οι χαρές.

Και πολλοι και πολλες παρακολουθούσαν και το διασκέδαζαν ενώ δεν ξεχνώ πως συχνα γίνονταν αλλαγες για να παίξουν και άλλοι.

Εδώ σε αυτό το κλειστό κρατήθηκαν προσφυγικά σωματεία στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.

Εδώ έγιναν μεγάλοι αγώνες των επαρχιακών σχολικών πρωταθλημάτων.


Από εδω ξεκίνησαν μεγάλοι αθλήτες και αθλήτριες με κορυφαία τη Βασιλική του 4Α που έκανε για χρόνια πρωταθλητισμό στο στίβο.
 


Το κλειστό ήταν ένα κομμάτι της σχολικής μας ζωής από τα ωραιότερα τα ομορφότερα.

Εδώ ελαβαν χώραν και τα πρώτα σκιρτήματα.

Διακριτικω τω τρόπω να γράψουμεν και αυτήν την αλήθειαν.

Τωρά που επιτρεπεται τζιαι εν θα επικρεμμανται οι αποβολούδες.

"Άτε τζιερυνειώτικον συγκεντρώθου" αστίευε ο Κος Λουκά και γελούσαμε όλοι.  Όταν τον νικούσε ο Παπαθωμάς στον Αέρα.  Ο Γιαννακος απαντούσε σε λίγο με ένα απο τα φαρμακερά του σερβις.
 

Άτε πάλι εταξιδέψαμεν και χωρις δύο γυρούς του σχολείου προθέρμανση.
Να 'ρτούν ούλλοι ποσταμένοι να 'βρουν μιαν παρηορκάν...



Μακαρούνια που εκόφκαν ούλλες οι γειτόνισσες.

Με την όρνιθαν να βράζει να ψηθεί καλά.

Αυκολέμονην να σάσει με τα αυκά της γήστης τα γλυτζιά.


Ύστερα να τρίψει αναρήν τρίμμα των μακαρουνιών.




Να στρώσει το τραπέζιν, να βάλει την αλατεραν με τ' άλας το δικόν μας το χοντρόν που τον Ακάμαν μας.

Ψουμίν να κατεβάσει που τη ψαθαρκάν που τζείνα του φούρνου μας, που τον επυρώναμεν κάθε φτομάαν μες την αυλήν μας.


Ύστερις να βάλει το σταυρόν της "ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ" να πει τζιαι να τους περιμένει ούλλους.
Τα μωρά που το σκολείον, τους μεάλους που τ' αμπέλιν τζιαι τες κόρες της που τον μύλον, που 'πήραν σιτάριν για τ' αλεύριν του μήνα.
 

Τζιαι το λαρτίν να κρέμμεται που πάνω για προσφάιν τζιαι άρτημαν του τραπεζιού.

Τα λουκάνικα κρεμμασμένα στην νησκιάν να στεγνώσουν.


Τζιαι τα σαρτζιερά πάρα τζει...

ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ!


Πάντα οταν πλησιαζει η εορτή του ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
η μνήμη ταξιδευέι στα σχολικά τετράδια όπου γράφαμε μελετώντας απο τις σχολικες εγκυκλοπαιδιες για τον συντοπίτη μας Άγιον που ήταν βοσκός που αγαπούσε τους αιπώλους κατά παντού της Κύπρου.
 

'Ηταν τετράδια μονόγραμμα με γαλαζιούιν χαρτονουίν και ολίγες σελίδες.

Τα προσέχαμε, τα ντύναμε με καφε ντύματα και προσπαθούσαμε να τα πλουμίσουμε με καλλιγραφικά γράμματα (κατόπιν θητείας στο διάσημον τότε εργώδες διακόμημαν της Γραφής εις ξεχωριστόν τετράδιον μικρού μήκους και ικανοποιητικού πλάτους...)
Για τα Παναήρκα Ι




Σήμερα εν του Αγιου Σπυριδώνου - "Τ' Άη Σπυρίδωνα" ελαλούσαν εις την γειτονιά που είμαστεν μιτσιοι.

"Μεάλον παναήριν (ελαλούσαν) στου Χαράκη, τζειιιιικααατω που εν η Οοομόοονοια" σαννα τζιαι ήταν στον Άην Λαρκόν στην Τζιερύνειαν...

Έσσιει τζιαι αυτοκινητούθκια που τουμπαρίσκουν με μελάφωνα τζιαι παρουσιαστήν που μιλά σαν οδηγάς.  

Ο πκιο καλός ο πκιο όμορφος οδηγός.

Εμεινήσκαν ούλλοι ξηστιτζιοι.

"Που εννα μεαλώσουμεν να παέννουμεν" ελαλούσεν ούλλη η φτωχολογιά...
Οι Νούννοι μας

Τους παλλιούς τζιαιρούς αν είσιεν ο αρφός σου έναν τατάν καλογνωμόν ελάλες του τζιαι εσού τατά ολοχρονίς τζιαι έτσι είσιες τζιαι έναν καρτζιλλίκιν τα Φώτα να τον γυρέψεις να του πεις το "Καλημέρα τζιαι τα φώτα τζαι την πλουμιστήραν πρώτα"

Εν επρόκαμνές να τελειώσεις το λόον τζιαι ετραπεζώναν σε ετζιερνούσαν σου εθκιούσαν σου τζιαι το μισούιν σου τζιαι εγεμώναν σου τζιαι τις πούντζιες ούλλα τα καλά.
 

Αν ήταν ο τατάς σου πέρα στην Αγγλίαν στην Αμερικήν για σιειρόττερα στην Αυστράλιαν εκλαιές μες τες γιορτές τζιαι ετραούδας τα τραούθκια της ξενηθκειάς του Καζαντζίδη.

Έλειπέν σου τζείνην η στήριξη του γίγαντα του τατά σου που τον ενώθαν οι στράτες αμάν εστρέφετούν που τες δουλειές ή που το κοπάιν. 

Η βραστή η σούππα της νουννάς σου (έτσι την ελαλούσαν στη Δρούσιαν) τζιαι οι πακκίρες της οι τριπλοχωσμένες για λλόου σου.
Τα λουκκούμμιά τα λίζα που σου φύλαεν μες την αρμαρόλλαν άμαν τα φερνεν ο τατάς σου που τον καφενέν.
Που τζιαι που κανέναν τρικούιν που σου σάζεν αφού το πάσκαν μυστικά πας το τραπέζιν επκιαννέν τον άξαμόν σου για να σου έσιει το γιλεκκούιν που του Αγίου Σπυριδωνου έτοιμόν.

Άμαν σε ετζυνήαν να σε δέρει κανένας σέρτης εβούττάς μές τόν κάφενέν τζιαι εκάθεσούν κοντά στον τατάν σου. 


Ελάλεν τζιαι ένας χωρκανός μου "Έσιεις τατάν τζιαι νούναν καλους έσιεις γρουσάφιν περίτου που τους αρκόντους".
 

"Ο τατάς μου ρε ασυγχόμπατοι βαρεί σας ούλλους εις τη δύναμήν, μα τζιαι στην αδρωπκιάν περίτού!" εφώναζεν ένας σέρτης μιτσής εις τις Αρόδες τζιαι άρεσέν μου τζιαι εν το ξηάννώ.
 

Εν πούχα τζιαι εγιώ τζιαι ο Πατέρας μου τατάν γρουσάφιν.
 

Άτε γρόνους πολλούς τζιαι τον τατάν τζιαι την νουννάν σας τζιαι τα μμάθκια σας!  Εν μεάλον ποκούμπιν.
Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων



Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.
Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα ....

Εμύριζεν Χριστούγεννα της Κύπρου και της Ελλάδος.

Χριστούγεννα ρωμέικα...

"Καλήν εσπέραν αρχοντές κι αν εναι ορισμός σας..."
Ορθοδόξως και κατά τα πρωτινά..ωσαν τον κυρ Αλέξανδρον...
Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. '

Τα μπακάλικα των πόλεων και των χωρίων ομόστεγα με το παλάτιν ενος καφενείου ή μιας μπακαλοταβέρνας με πάγκον τιμαλφήν και εμπλεον εδεσμάτων ποικίλων και ποτών είχαν πάντοτε και έναν τροχάδην εργαζόμενον εφηβον ή παιδίον συγγενικως συνδεδεμένον με τον αρχοντάν του εδεσματοπωλείου και ποτοπωλείου''...

Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες! "

Ο αναγκαίος και πολύτιμος καφετζής και μπακάλης με την π[οπδιάν του και τα κέρματα του εις πρώτην χρείαν και το κουτίον το ξύλενον της ειπράξεως αρκούντως στερομένον και διπλοκλειδομένον. 
" ....Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του...''

Καφενείον παραμονες Χριστουγέννων.
Παντοπωλείον και Μπαρ στα χρονια του πενήντα και εξήντα ητοι ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ και ΜΠΑΚΑΛΟΤΑΒΕΡΝΑ απο την εικοστην πρώτην του μηνός Δεκεμβρίου και πέρα .... 

και εμείς ταξιδεύουμεν στα μπακάλικα τα συνεργατικά των παιδικών και εφηβικών μας ετών με τους πονεμένους και χαρούμενους αγοραστάς και τις ολίγον βιαστικές νοικοτζυρές που εζητούσαν φρέσκα αυγά δια τας εορταστικάς μαγειρικας.
 

Παρακάτω οι καλαντιστές εψαλλαν με το ττενεκούδιν εις διακριτικήν προταξην τα κάλαντα Πρωτοχρονιας και Χριστουγέννων από της οδου Αποστόλου ΒΑΡΝΑΒΑ και ανω μέχρι τα κράσπεδα των Πολεμιδηών....
Το τρίκυκλο 


Ο πατέρας οδηγούσε ένα τρίκυκλο, με μια τεράστιά κάσια ξύλινή μπογιατισμένη βαθύ πράσινο χρώμα.

Ήταν το καλό μεταφορικό του βιβλιοπωλείου Ιωαννίδη, όπου εργάστηκέ αρκετά χρονια προτού επιστρέψει ξανά στην τάξη των θερμαστών.

Από τις πρωτες μου αναμνήσεις να περνά καποτε από το σπίτι να μας δει, τη μητέρα μου και τα δυο του παιδιά την Άννα και τον απαιτητικό Γιαννάκη.  Ήταν προτού γεννηθεί ο αδερφός μου ο λίαν αγαπητός Χριστόδουλός.
 

Ανεβαινά στην κάσια του τρικύκλου που ήταν μια τροποποιημένη γιγαντώδης Ματσλεςς ή Τραιαμφ από αυτές τις ανθεκτικές αορίστου βίου διχρονες μοτοσυκλέττες.  Η χαρά μεγάλη...
Κάποτε βλέπαμε Τα Δεύτερα



Κάποτε πηγαίναμε στο γηπεδο νωρίς για να δούμε τα Δεύτερα να παίζουν. 


Με υπομονή, με ευκαιρίες για διάλογο, μια γλυκιά κουβέντα και με τα φυστούτζια παρέα και εργόχειρο. 
Σχολιάζαμε τα νέα ταλέντα καθώς οι μερακλήες με τα ραδιοφωνάκια προσπαθούσαν να πκιάσουν Ρόδο για να ακούουν και την Α Εθνική.

Τότε ένας μεγάλος έβαζε και έναν μικρό δωρεάν, έτσι βλέπαμε δυο ματς μούχτιν, τα δεύτερα και τα πρώτα...
Κάλαντα στην Αγίας Σοφίας



Στην Αργυρω Κλεανθους για την αρχοντικη της αγαπη...

Πρόχτες ξαφνικά στρίβοντάς από ένα στενό μπήκα στην Αγίας Σοφίας και με πλημμύρισε η αίσθησις εκείνης της βραδυάς με το τενεκκούιν για τις πακκίρες και με τα Κάλαντά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Τότε που γυρίζαμέν αθώοι του Χαράκη ως κάτω στους δρόμους του Άη Γιάννη λέγοντάς τα Κάλαντα.

Οι καιροί της φτώχειάς στις γειτονιές.

Τότε που ζούσαμεν το παρόν ψέλνοντας το "Καλήν Εσπέραν Άρχοντες".

Με τον Αντώνην, τον Μάριόν, τον Ρίκκον και κάποτε τον Σόλωνα τον πορτάρην της γειτονιάς.  Κάποτε ερχόταν και ο Ντίνος και ο μικρότερός αδερφός μου ο Χριστοδουλός.

Η μοιρασιά γινόταν που κάτω που έναν στύλλον στην οδόν Νίκου Νικολαίδη πιο κάτω που τον καφενεν του Κου Χρίστου που την Μόρφου (Ο κύριός Χρίστος ήταν καφετζής καλόγνωμος άρχοντας τζιαι είχεν έναν Ωστιν Μόρρις άσπρου χρώματος, ήταν ο,τι έφερεν μαζίν του τον Δεκαπεντάουστον του εβδομήντα τέσσερα).
 

Τα κάλαντα εμάθαμεν τα εις το Σχολείον που την Καν Αγνήν, την Καν Τασουλλαν και την μουσικόν Καν Παναγιώτα που τις παραμονές Χριστουγέννων του 1972 και του 1973.

Το Ζ Δημοτικόν Λεμεσού μόρφωσε καλαντιστάς που για πολλά έτη τραγουδούσαν με τον Κον Έλληναν και άλλους κατηχητές χριστουγεννιάτικά στο παιδικό Νοσοκομείον Λέμεσού.
Χριστουγεννιάτικο Λαχείο 1972




Τα λαχεία ήταν ένα μέρος της σχολικής πραγμάτικότητας της σχολικής ζωής από το 1972 που πρωτοπήγα Δημοτικό.

Τότε ήταν αδύνατό οι γονείς μας να αγοράζούν τα λαχεία μας.

Νομίζω ήταν ένα ή μισό σελίνιν το έναν τζιαι έπρεπέν να δώκεις γυρόν να τα πουλήσεις εις τη γειτονιά τζιει τζιαι δα, να τα πουλήσεις τζιαι να γράψεις καλλιγράφικά το όνομάν τζιαι κάποτε τη διεύθυνση του αγοραστή (τα τηλέφωνά ήταν είδος πολυτελείας τότε εις του Χαράκη τζιαι στον Άην Γιάννην).
 

Ο Αντώνης ήταν ο μάστρος της γειτονιάς στα λαχεία και τη διάθεσή τους.

Η αλήθειά ήταν πως εγώ δεν τα πολυκατάφερνά.  Ήταν μια δεξιότητα που ποτέ δεν απέκτησα πλήρως.
 

Η μέρα της κλήρωσής συνήθως η επισημή γιορτή των Χριστουγέννων και του Πάσχα δια όλην την γειτονιά.
Μετά το εντυπωσιακό δράμα και την εκπληκτική χορωδία του Ζ Δημοτικού Σχολείου άρχιζε η πολυαναμενόμενη κληρωση.

Εφκαίνναν τότε οι μάτσες που τις πούτζιες των παλτών των σάκκών των πούγκων αναμένοντάς το χαμόγελόν της κάσιας κληρωτίδας.

Ήταν μεγάλη υπόθεση να κερτίσεις το αρνίν, ασσέν τζιαι θκυο κοννιάκκια, ή μιαν λαμιτζάναν Κοκκινέλλιν, ή μιαν κασιούαν σοκκολάτες Μαρς Ριτς, ασσέν τζιαι μελίτα, ή έναν μαστραππάν πισκόττα φρου φρου, ή μιαν κασιάν σοκολατομπισκόττα, ή σοκκολατέννια αυκα, ή καλαθάκιν επίσημον με χρωματιστα αυκά
φάιν φέαρ.  Έκαμνές που τα αλήθκεια Κύριον Πάσκαν.
 

"Ανακάτωσ' την κάσσιαν δάσκαλε!"
 

"Το γιορταστικόν αρνίν κερδίζει ολαχνός...,  οδός Αιγαίου, νούμερον..."
Της κρυάδας περσινόν




Για κάποιον λογον ανεξήγητόν άμαν εν κρυάδα ψόφος το αθθυμητικόν μου πάεί στους σκοπους, τα περίπολα, μα τζιαι τους χωρκανούς μου τζείνους που ξωμηνίσκαν στα στιάθκια τζιαι τις μάντρες έτσι τζιαιρούς, βαρυσιειμωνιάν να γλλέπεις τα κτηνά να μεν μαρκώσουν...
 

Σκέφτουμαι τους σκοπούς σιειμώναν του 1974 1975.  
Να είσαι μόνος σου σκοπός τριχρονίτης σχεδόν στρατιώτης τζιαι να θωρείς ομπρός σου τους σειράες σου τζιαι τους παλλιους εφέδρούς πον εκάμαν πίσω ή εμείναν τζιαι εκαλύψαν την υποχώρησήν για να σωθείς εσού τζιαι τα κοπέλλια της δοιμιρίας.
Τα Καλοκαίρια είχαμε Ηχογραφήσεις στο Γκαράζ του Σίμου


Το Καρας του Σιμου ηταν στα πρωτα σπιτια της Ιωάννη Κυριακίδη οπως ερκεσουν που την Λεωφορον.

Ηβρα τους μιαν ημεραν του Καλοτζιαιρκου του 1978 η του1979 να ξεκινουν να στηνουν εναν χειροποιητον κεντρον ηχογραφησεων και καταφυγιον για προβες μιας πρωτοτυπης ορχηστρας.
 

Ηταν ο Αντωνης ο Τορναριτης πουζουξιης που τα χρονια του εβδομου Δημοτικου, ο Μαρινος Νεοφυτου ο μικρος της παρεας και βεβαιως ο οικοδεσποτης ο Σιμος Λαμπρου που ειχε στησει μια χειροποιητη τραμς με μια πτυσσομενη σκαλουα, λαμαρινες και ξυλα.

Ετσι οι τρεις γιναμε τεσσερεις και η ομαδα αποκτησε μηχανικο ηχογραφησης με ενα κασεττοφωνο της μιας κασεττας που ειχε και ενα καλο μικροφωνο.

Στην πορεια μου εστησαν κατι ταμπουρινα με κουθκια του γαλάτου εσ εμ ε ι και συμμετειχα στις προβες μια και ειχα καποια προπαιδεια στα κρουστα.

Το ρεπερτοριο ητο αρχικως λαϊκο και κατοπιν ολιγον του νέου κύματος.


Σταδιακα τα κοπελλια προχωρησαν σε πολλους μουσικους οριζοντες.

Απο εκει κερδισα την τολμη να γραφω στιχους τραγουδιων που γεμιζουν συρταρια συνθετων.  Θα ναι κοντα πενηντα.  Καποια εφηβικα τα φυλαξε ευτυχως ο Σιμος ως τεκμηριον και... μουσικης εφηβειας.

Το καρας του Σιμου δωρισε στην νησον μας τρεις τελικα πολυ καλους μουσικους και δυο χαρισματικους συνθετες... 

Ηταν μια αποθηκη για προβες στα δεκα ποθκια ενος σπιθκιου γεματου φιλοξενια και αγαπη και συνεχες κερασμαν σπιθκιασιμης λεμοναδας της Κυριας Βασιλικης...
 

Τα καλοκαιρια ειχαμε ηχογραφησεις στο καρας του Σιμου του φιλου μας...
Καφενέδες



Ούλλον τον κόσμον γύρισα που τα μιτσιά μου χρόνια μα πάντα ονειρευκουμουν του Δεκαπενταούστου δειλινόν να φκώ να κάτσω τσας πναστός στον Καφενείον του Σπυρη του Καννίδη με το νάμιν.

Να με θωρούν οι χωρκανοί χαρουμενοι απόυ καρτζιν που του μπακαλή του Παυλή μοναππιθκια που τα σκαλια ναν ούλλοι μια αγκάλη


Ομως για να θημουμαστεν, σαν του παππου μου του Βοσκού τον καφενεν πρωίν εν τον αλλάσσω
 

στης Εκκλησιας τον καφενέν στου Καπιρκασιη τα δειλινά αμαν νεφάνεις εμυρίζες τζειντην ομορφκιαν που εψηνεν ο Φάνης μες την ταβερναν του τη φιλοθενην που δωρισεν σε πολλους χωρκανους κατι νυχτες ουλλον δροσιαν χαραν τζιαι φεγγαριν,...
Οι διαγωνισμοί συγκροτημάτων  

 

Οι διαγωνισμοί συγκροτημάτων οργανωνοντάν κάθε χρόνο νομίζω στο Θέατρο του Λανιτείου.

Ήταν διαγωνισμοί σχολικών συγκροτημάτων κάποτε και τροβαδούρων που τραγουδούσαν μόνοι ή με ακόμη ένα ήδυο όργανα συνοδευτικά.
 

Η κριτική επιτροπή ανέβαινέ μάκρυά από την θορυβώδή γεμάτη μαθητική ζωή πλατεία.

Στον εξώστη η κριτική επιτροπή θα δεχόταν τα πυρά παραπόνων μετά την απόφαση βραβεύσεών.

Η πλατεία ήταν αμφιθεατρική.


Καρέκλες ξύλινές κινηματογράφου που έκλεινάν μόνες.

Ωραία κλιμακωτά σκαλο...πάτια μήκος ενός μέτρου.

Οι τοίχοι ψηλοί με τα γνωστά κοκκινα τουβλάκια μέχρι πάνω.
Έξι στήλες εναλλάξ με τον λευκό τότε τοίχο οπλισμένων κολώνων.
Η σκηνή δυσανάλογα μεγάλη με παρκε δάπεδο και κουρτίνες βελούδο.
 

Υπήρχε από το πρωί προετοιμασία.
Να στηθούν οι μικροφωνικές, τα αμπλιφαιάρ,τα ηλεκτρικά για τα μπάσα.
Τα μικρόφωνά για τις φωνές των τραγουδιστριών και των τραγουδιστών των συγκροτημάτων.
 

Τα συγκροτήματα ήταν πολυφωνικά με ποικίλα ρεπερτόριά.

Η Τεχνική πάντα με λαικά και μπουζούκι
Μπαλάντες με κιθάρες ακουστικές η περιφέρειά και όσο πλησιάζαμε στο κέντρο πληθαινάν τα ηλεκτρικά μέσα.
Οι κιθάρες τα μπάσα τα συνθεζαιζερ τα ηλεκτρικά αρμόνια...

Στις κολώνες είχε γύρω κατί ορθογώνια βαθουλώματά.

Η οροφή ήταν επίσης με κλιμακωτή κλίση.

Για να βγεις στη σκηνή υπήρχαν ξύλινα σκαλοπάτια ένθεν και ένθεν.
Στη μνήμη πολλών τα σκαλοπάτια είναι συνδεδεμένα με τα πρώτα τραγούδια σημαντικών συγκροτημάτων.
Με μπάντες του Γυμνασίου μας με τον Μέλιο τον Χριστάκη τον Χρύση τον Μιχάλη και τον Σίμο πάντα στα ντραμς.

Πρώτη φορά το Στ Γυμνάσιο συμμέτείχε το 1981.

Είμασταν Γ Γυμνασίου...
Μεγάλη μέρα,για κάποιους μια αρχή που ακόμη συνεχίζει μουσικά και μελωδικά.
 

Νομίζω πως εν εφκήκα ποττε μου στον εξωστη ετούτου του θεάτρου. 
  
Ένα θέατρο μια γενιά συγκροτημάτων μνήμες μουσικές.
Στιχοι για μελοποίηση μουσικές μικρες νέες μελωδίες...
Ακόμα τραγουδούσαμε ....
Στις 15 Νοεμβριου 1983 επεστρεφα σπιτι σκεφτικος


Ειχαν προηγηθει οι διαδηλωσεις εναντιον της ανακηρυξης του ψευδοκρατους.

Στο σχολειο προσπαθησαν να μας συγκρατησουν τηρωντας μια σταση συνεσης χωρις να μας εξωθουν σε διαδηλωσεις και ακραιες αντιδρασεις....
 

Οι μαθητες του Λυκειου κατεβηκαν απο τον Αη Γιαννη στο Αθηναιδειο και ενωθηκαν με τους υπολοιπους στην Τεχνικη αν δεν με απατα η μνημη.

Πορευτηκαν στην Πλατεια στο Διοικητηριο.

Καποιοι κομματικοι εκαναν κουμαντο με τηλεβοες.  
Ο Ντεκτας προχωρουσε τα σχεδια του με τους εξουσιαν εχοντες στην Αγκυρα καταστρεφοντας την ΚΥΠΡΟ με ενεργειες που ριμαζαν τους ανθρωπους της.

Εν τω μεταξυ τα κομματα και οι νεολαιες τους καυγαδιζαν κρυφιως και φανερα με ποιο τροπο θα μας ελεγξουν...
 

Περπατουσα μονος στη Λεωφορο και σκεφτομουν.
Στα δεκαεφτα συνειδητοποιουσα βαθυτερα τις κεκρυμμενες στοχευσεις των πολιτικων και αναζητουσα τις διεξοδους απειρος και πεφορτισμενος.
 

Στα επομενα χρονια οταν η νεολαια πορευοταν στους δρομους εναντια στην κατοχη τα κομματα ιδρωναν να βρουν ακρη "να ελεγξουν την κατασταση" μπας και ξεμυτισει κατι γνησιο κατι που κομιζει μια βαθυτερη πνευματικη αντισταση.
 

Στις 15 Νοεμβριου του 1983 επεστρεφα σπιτι σκεφτικος. 
Το βραδυ γονατισα να προσευχηθω.
Ηταν οκαιρος που προσευχομασταν τουλαχιστον ειλικρινα.
Εστω με λογο εφηβικο και αφελη που αγαπουσε το νησι μας...

Όταν έπαιζε η Εθνική Κύπρου...




Όταν έπαιζε η Εθνική Κύπρου κάτι μαγικό συνέβαινε για τους απογευματινους.

Το κατά τα άλλα αυστηρο Αθηναιδειο μας σχολνούσε εγκαίρως δια να στηρίξουμε τηνομάδα του νησιού μας επί των κερκίδων.

Εβλεπες παρέες παρέες απο όλα τα σχολεία να ανηφορίζουν χαρούμενοι για το Τσίρειο.

Στον μεγάλο Αγώνα ΚΥΠΡΟΣ - ΙΤΑΛΙΑ πήγαμε όλοι να δούμε τους νικητές του μουντιαλ Τζοφ Ρόσσι. 
Τελικά θαυμάσαμε την Κύπρο και τον Γιώργο Σαββίδη τον μεγάλο γκολτση της ΑΕΚ.

Ο Χριστόδουλος μου υπενθύμιζε "Πέρασαν πεντε λεπτα και δεν μας έβαλαν γκολ".  

Είμασταν όλοι εκεί χαρούμενοι στην κερκίδα.
Ήταν και τα κορίτσια εκει 
Όλοι με τις στολες του σχολείου 

Στο ημιχρονο γελούσαμε ολόκληροι οχι μόνο τα μουστάκια μας αυτά που καταδίωκε η Υπδιευθυνσις του σχολείου.

Θριαμβευτες στην επιστροφή...
Ο Γιαννάκης πανηγύριζε περισσότερο από όλους 

Όλοι χαιρετούσαν χαρούμενα.

Οι κοπελλιές του σχολείου μας γελούσαν με τα αστεία μας.


Όχι πως ευλογώ τα γένια μας.  Είμασταν ωραίο σχολείο χαμογελαστό.  Με τα απλά που ήταν όμορφα.

Μονό να εβαζε το γκολ και ο Σαββίδης στο τετ α τετ με τον Ντίνο Τζοφ.  Ητάν η μόνη φορά που έχασε τέτοια ευκαιρία.
 

Αχ οι αγάπες εκείνου του καιρου.  Όλο φως και χάρη.

Ακόμα και τα αυστηρα σχολεία αγαπούσαν και την Εθνική Κύπρου.  Οχι μονον τα κορίτσια και τα αγόρια τους..
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑΣ



Πρώτες μέρες στην πατριαρχία

Είναι καιρός , όμως, να κάμωμεν λόγον για τις πράξεις του Ιωάννη, ευθύς μόλις ενθρονίστηκε Πατριάρχης. Πρώτα επρόσταξεν να έρθουν μπροστά του όλοι της Εκκλησίας οι οικονόμοι και άλλοι όσοι είχαν αξίωμαν και διακόνημαν στους ναούς. Με αγάπη τους είπεν λόγον καλόν. Για την εργασίαν στον αμπελώνα του Χριστού. Μετά τους ορμήνεψε να βγουν στις στράτες, τις ρύμες και τα μονοπάτια της πολιτείας. Να βρουν και να γράψουν σε κατάστιχον όλους τους αφέντες, τους κυρίους του πατριάρχη.


Οι οικονόμοι όλοι συγχύστηκαν και εζητούσαν εξηγήσεις. Τότε ο σοφός Ιωάννης εξήγησε τι ήθελε να κάμουν: « όσους γνωρίζετε φτωχούς και διακονητές τους ονομαζετε, ακούστε τι καλό μεγάλο μπορούν να μας χαρίσουν. Να μας βοηθήσουν, μπορούν. Παράδεισο σε μας να παραδώσουν. Πάρτε λοιπόν τις στράτες σας, τώρα,στενό και σπίτι ερειπωμένο να μη σας ξεγελάσει. Όπου φτωχός, όπου μικρός στους δρόμους, χωρίς πατέρα ή προστάτη. Όπου έχει χήρα κι ορφανά, νέους αρρωστεμένους.

Αγάπην κάμετε πολλήν όλοι τους να καταγράφουν βοήθεια να λαμβάνουν, να μην κακοπερνούν». Εβγήκαν οι οικονόμοι, Θεός να τους φυλάει εβγήκαν και εμέτρησαν επτά τόσες χιλιάδες. Μέσα στα στενοσόκακα, μέσα στα παραδρόμια ένας οικονόμος ευσεβής, καλός και προκομμένος μοναχός, ανακάλυψε ακόμη πεντακόσιους κρυμμένους φτωχούς ανήμπορους και αδύνατους ανθρώπους.

Προτού τελειώσουν με τους φτωχούς αφέντες τους , άλλη σοφή προσταγήν τους έδωσε και πιάσαν δρόμους και στενά οι συνετοί οικονόμοι. Όπου είχεν έμπορους, μικρούς πραματευτάδες, όπου πωλούσαν κι αγοράζανε τους έδωσαν διαταγήν καλήν του επισκόπου. Ν’ αφήσουνε τα δυο σταθμά, ν’ αφήσουν να ξεχάσουνε τα δύο τους βαρίδια. Ένα το ζύγι να πωλούν έναν και ν’ αγοράζουν. Αν τύχει ν’ αρνηστούν. Αν τύχει ισχυρόγνωμοι πολύ να παρακούσουν προστάζει ο Δεσπότης μας μεγάλην τιμωρίαν.

Όποιος φανεί εγωπαθής και δεν μας υπακούσει με τη ψευτιά αν θέλει τα πουγκιά σε μιαν ημέρα να γεμίζει, φτωχός πολλά θα καταντήσει. Φτωχός, από τους φτωχότερους της πόλης. Όλα του τα υπάρχοντα θα βγουν να πουληθούνε να δούνε όλοι οι Αλεξανδρινοί τι έπαθεν ο δολερός να μην γυρεύουν σκοτεινά, ψευτιές για να πλουτίζουν. Εφώναξε και τους κριτές κάτι να τους αναγγείλει. 

Μαζευτήκαν όλοι και ήταν συγχισμένοι. Τότε έπεφταν στο αμάρτημα της σιμωνίας για να αδικούν τους φτωχούς. Όταν εμετρήθηκαν ήταν όλοι παρόντες. 

Βγήκε ένας υπηρέτης και μετρούσε μισθόν μεγάλο, πουγκιά πολλά στον καθένα.

Πουγκιά πολλά να ζουν αυτοί και τα παιδιά τους και να τους περισσεύουν. Κατόπιν βγήκε ο Πατριάρχης για να εξηγήσει. 

Λόγον τους είπε σοφόν για τις πτώσεις της φιλαργυρίας και για τον άδικον χρυσόν που κατέκαψε πολλούς ανθρώπους και σπίτια. Γι’ αυτό, τους λέει ,να αφήσετε το άδικο και το καλό να ακολουθάτε και χωρίς το δίκαιο να μην κρίνετε ποτέ, να μην αποφα;σίζετε βιαστικά και μόνο από την όψη και τα υπάρχοντα του κατηγορούμενου. Άκουσαν οι κριτές και ελυπήθηκαν και έφυγαν όλοι σκυφτοί για τις οικίες τους και πολλά επροσβάλτηκαν.

Έστειλαν ύστερα μέχρι να νυχτώσει όλα τα πουγκιά για να δείξουν στον Πατριάρχην ότι μετανόησαν.

Ο σοφός και ενάρετος Ιωάννης με αυτές τις θαρραλέες πράξεις του κέρδισε τις καρδιές και την αγάπη των Αλεξανδρινών. Από τις πρώτες ημέρες της πατριαρχίας του πολλοί τον ονομάζουν άνθρωπο της αγάπης και του ελέους.

Οι υπηρέτες… και η θλίψη του Πατριάρχη
 

Όταν τα έκαμε τούτα ο σοφός Ιωάννης ενόμισεν ο δίκαιος πως οι φτωχοί ήταν σε καλήν μοίραν και πλέον ήταν δύσκολον να τους αδικούν. Μα έναν πρωϊν που εβγήκεν να περπατήσει μοναχός του μες τις στράτες της πολιτείας του, τον εκόντεψεν δειλά ένας φτωχός και του απήγγειλεν μιαν αλήθειαν και πολλά επικράθηκεν ο πατριάρχης. Επέστρεψεν εις το πατριαρχείον και επρόσταξεν τους υπηρέτας έξω να βγάλουσιν τον θρόνον να μην μπορεί κανένας να εμποδίζει τους φτωχούς που επιθυμούν εις τον ποιμέναν τους να έρθουν, αίτησιν δια να του ειπούν.

Πολλά εθύμωσεν τους υπηρέτας δια την προσωποληψίαν και την κακήν τους κρίσιν. Από τότε εις και μόνος ανήρ και δίκαιος έστεκεν δίπλα του όταν άκουε τα φτωχά και πονεμένα του τέκνα τι έπαθαν και τι θέλουν καλώς δια να ζώσι. Έτσι μετά τούτου του γεγονότος εγλύτωσε τον λαόν από την αδιακρισίαν των υπηρετών του που έστεκαν στην πόρταν και αδίκως εκρίνασι ποιος να εισέλθει και ποιος δεν ημπορεί τον Πατριάρχην τον καλόν να ιδεί να αποθαυμάσει.

Έναν άλλον δειλινόν ο Πατριάρχης πολλά λυπημένος εκάθετουν εις τον τόπον τον συνήθη, έξω του ναού. Κατά την πέμπτην απογευματινήν, προτού να σουρουπώσει, έκαμε να φύγει λουσμένος στα δάκρυα. Τον είδαν οι μπιστικοί του μα δεν το έκαμνεν η καρδιά τους να τον ερωτήσουν. Ευτυχώς ευρέθη εκεί άνθρωπος νουνεχής και σώφρων, ο Σωφρόνιος, φίλος του καρδιακός και συμπολεμιστής θαρραλέος και άφοβος, δυνατός. Άνδρας που τον εβοήθαν εις τους αγώνας κατά της δαιμονιώδους και αιρετικής μανίας των αθέων Ακεφάλων.

Ο Σωφρόνιος ερώτησεν τον Πατριάρχην: « Τι έπαθες πολυπλούμιστε των αρετών αρχιποιμένα και ετάραξες μας όλους πολλά και με το πρόσωπον σου που σκυθρώπιασε και λυπημένον το βλέπουμεν σήμερον, ολημερίς»; Ποια άραγε η αιτία της ταραχής και της πολλής σου λύπης»; Επολογήθην ο Ιωάννης και του είπεν: «Τέκνον Σωφρόνιε, φίλε μου έμπιστε και ζηλευτέ, σήμερα καμμίαν εργασίαν δεν έπραξα. Μήτε μισθός μου πρέπει. Κάθομαι εδώ από το πρωϊν, κανένας δεν εφάνηκε, να διακονήσω, να χαρώ, αγάπη να του δώσω. Η λύπη μου είναι περισσή. Κόπον εις τον Χριστόν δεν έπραξα κανέναν. Τίποτε δεν εξώφλησα, για τα που χρωστώ και που έπραξα, φτωχός εγώ ικέτης.»

Ο Σοφρώνιος, χωρίς σκέψιν πολλήν επολογήθην ο καλός για να τον γλυκάνει: « Σήμερα είναι μέρα χαράς, μεγάλε μου Δεσπότη. Να νιώθεις ευχαρίστησιν, ειρήνη και ευτυχίαν, για την ειρήνην που έφερες σ’ αυτήν την πολιτείαν. Έβγα στις στράτες για να δεις μικρούς, μωρά, μεγάλους. Κανένας πλέον δεν έχει έριδαν, κατηγορίαν. Μόνον ζουν χωρίς καυγά, το φθόνο, τα’ άλλα αγκάθια. Ωσάν άγγελοι σκέφτονται. Ωσάν άγγελοι ζούνε.» Εχάρηκε ο Πατριάρχης και εχάθηκε ευθύς από την καρδιά του η αθυμία άπασα και επλημμύρισε όλος χαρά, ο ταπεινός, ο πράος, ο γλυκύτατος της Αλεξάνδρειας Πατριάρχης.

Εσήκωσε εις τον ουρανόν το ταπεινόν του βλέμμα και είπεν, μετά γνώμης γλυκιάς και δυνάμενης: « Ω Πλάστη μου που είσαι στα ψηλά, πολλά ευχαριστώ σε που αξίωσες τον δούλον σου τον αμαρτωλόν να επισκοπεί ποίμνιον καλόν. Επίσκοπος και ιερεύς αχράντων μυστηρίων.»
Στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου 


κατέφθασα πρότελευταιος από τους νεοσύλλεκτους στις 19 Οκτωβρίου του 1984.

Αργουσε η ΥΕΣΑ να φτασει στα Πηγαινια για να παρω νομοτυπως το δια νομου επιβαλλόμενον ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΝ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟΝ. 

Η χρονια ξεκινησε με συνελευσεις και παρα την κουραση απο τη σκληρη εκπαιδευση βρηκα το κουραγιο να εκφραζω γνωμη και να ομιλω ελευθερα παρα το νεαρόν και απειρον του αρτι αφιχθεντος πρωτοετους.

Κατα τα απογευματα θαυμαζα την πολυ πλουσια βιβλιοθηκη, το δευτερο μας σπιτι για τα επομενα χρονια.
Αρκετοι εραστες του βιβλιου και του περιοδικου τυπου μαθαμε την καθε της γωνια η τουλαχιστον τις πλειστες.


Ηταν καλα οργανωμενη και πολυ πλουσια στον τομεα της λογοτεχνιας.  Παραδεισος για οσους και οσες σκαρωναμε στιχους και τα πρωτα μας πεζα...

Γνωριζοντας σταδιακα τους δασκαλους και τις δασκαλες μας καταλαβα πως ειχα πολλα να κερδισω στο διαλογο μαζι τους.

Μορφη κυριαρχη ο διευθυντης Μιχαλακης Μαραθευτης που διδασκε Θεωρια της Παιδειας και η αποτιμηση του συγχρονου κοσμου στις διαλεξεις, τα κειμενα και το βιβλιο του Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΕΙΑ ητο προφητικη και επαρκως περιγραφικη για τα οσα μας περιμεναν. 
Αν βεβαια ακολουθουσαμε τις σειρηνες των καιροσκοπων των καιρων μας. 
Το διαβαζα τις προαλλες το βιβλιο και εμεινα ενεος απο τη σοφια των ιχνογραφησεων του κινδυνου που ερχοταν για τον Ελληνισμο και την ΚΥΠΡΟ
Επιπροσθετα προεβλεψε τις οδους που θα ακολουθουσαν τα κομματα, τις εποχες που ερχονταν.


Απο τοτε ειχα καταλαβει το δικαιο της επιμονης του στην αγωγη και την ελευθερια του ΠΡΟΣΩΠΟΥ και την εμμονη του στην ΑΓΑΠΗ σε πολλα κειμενα και λογους του.
Φοβοταν μην την χασουμε και επεμενε να την επαναλαμβανει...
Αμάν εβάλλαμεν έτσι τζιαιρόν οσπρια πας το τραπέζιν, κουτσιά ξερά με τα λάχανά, λουφκιά με τα λάχανά, ή καμμιάν φοράν με τις χωστές τζειντα ωραία χόρτα.



Άμαν εβάλλαμεν φασόλες βραστές δικές μας γιόρκιν της Κύπρου, επέμπαμεν έναν που τους μιτσιούς που εκουμαντάραν εις τη Συνεργατικήν ή σε κανέναν μπακκάλην, να φέρει κανέναν θκυο ρέγγές της κάσιας.
Αν μεν έβρισκεν να πκιάει αντζούγιες αλατισμένες του μαστραππά ή τσαρτέλλές της Ελλάδας με το άλας το πασιήν του Αιγαίου πελάγους.
Ήταν ουλλά με το βάρός που πουλιούνταν τζιαι στη Δρούσιαν τζιαι στην Λεμεσόν.
 

Άν μεν ήταν η μέρα μας τζιαι επρολαββέναν μας τζιαι εφκαιρώναν οι άλλοι την κασιούαν που τες ρέγγές τες καπνιστές τζιαι τους χρωματιστούς γαλάζιους μαστραππάες των τσαρτέλλών τζιαι των αντχούγιών, εν είσιεν πρόβλημάν.  Εγόραζεν τρεις σαλμούς μεάλους.  
Εσάζαμέν τους με τον κρόμμυον τον κυπριακλον τζιαι το λεμόνιν τους τζιαι είμαστέν αρκόντοι νηστεμένοι.

Είσιεν τζιαι κάτι αντζούγιες της Καμήλας οι λεγόμενες.  Τούτη η μάρκά εφκαλλέν τζιαι μερακλήτικά κουτοτσάρτελλά για τη φτωχολογιάν που ξερέν να γιορτάζει το φαίν του Μεσομερκού τζιαι το δείπνόν μερες νηστεμένες ή αρτησιμές.
Ετρωέν ευφρενουνταν ούλοι με τα λλια τα εύγεστα τζιαι εκάμναν τον σταυρόν τους τζιαι ελαλούσαν "Δόξασοι ο Θεός!" που τ'αλήθκεια τζιαι που την καρκιάν τους...

Υ.Γ.  Έφερέν κάτι ρέγγες η Συνεργατική εν μούσκός.  Κλομα να τες κατσουρίσεις νάκκον να δείς.  Σαλμούς να δεις στο Σπυρήν του Καννή.  Ο Γιαννής της Καλλίας έφερεν κουτοτσάρτελλά της Καμήλάς.  Με τες φασόλες εν μεζές που τ'αλήθκεια.
 

Υ.Γ.  Συγχωράτε μου το ακατάλληλόν της ώρας.  Αν σας άνοιξά την όρεξήν προσέχετε νάκκον το στομάσσιν σας
Ήταν τρεις φίλοι που μιτσιοί τζει πάνω στου Χαράκη




Επαίζαν μάππαν της χωράφας μα τζιαι του ποταμού
 

Ο ένας που τον Πρόδρομόν, άλλος που το Βαρώσιν τζι ο τρίτος που τη Δρουσιαν.

Είχαν τζιαι πολλήν μεράκκιν με τα ποδηλατα τζιαι τις καδένες, το δύναμον τζιαι τα φανάρκα.

Τότες οι φωτογραφίες ήτουν ασπρόμαυρες τζιαι έρκετουν φωτογράφος για τις αθθύμιον φωτογραφίες μα εμπόρες να φκάλεις τζιαι με κανέναν θκυο φίλους σου.
Τότες έφκαλά με τον Σπύρον τον Παπαδόπουλλον τζιαι τον Άντρον τον Παππαρίδην μιαν ωραίαν τζιαμε στις βεραντες του εβδόμου.
Εφκάλαμεν τζιαι μιαν άλλην με τον Σίμον τζιαι τον Φίλιππον μαν την εβρίσκω τούτες τις μέρες.
 

Είμαστεν φτωσιοι μα ριάλια για έτσι οκταήμερες ήταν να βρουμεν.
Εποκουππήζαμεν την γειτονιάν ούλλην, τα σέντε, τες αρμαρόλλες, τα δέκα πόθκια, τες αυλάες.
Καλά εκάμναμεν.  Ετο βρεθουνται τωρά τζιαι κουαλούν μας πίσω τα ποδήλατα, τες μάπππες, τα σέπο, τα ασπροπάπουτσα, τες μπάρρες που στήνναμεν με ξύλα τζιαι σπόντες μες τον ποταμόν να μεν εσιει καυκάες αν έν ψηλόν ή χαμηλόν το σιουτ...

''Χαμογελάστε κοπέλια!'' ελάλεν ο Κύριος Γεράσιμος...
2 Νοεμβρίου


Κανόνικά στην επέτειόν της γέννησης μας η μάνα μας γιορτάζει.

Η μάνα μου η γρουσή γέννημαν διπλάρα με τη θκεια μου την Χρυσούλλαν το 1935 εφκήκε μωρόν εις τη ξενοδούλεψήν.  

Δωδεκα χρονών στην οδόν Τρικούπη στην καρκιάν της Χώρας στο σπίτι της Κας Τούλλας.  Έναν αρκοντικόν μόνον γεναίτζες.  Ο νοικοτζύρης ήταν πάντα στην Αφρικήν.
 

Η Ελένη Γιαννή Τύλληρου το γένος Δασκάλου που τη Δρούσιαν της Πάφου, η μάνα μου.

Εμαθέν με πως ενεν αντροπή η δουλειά τζιαι η φτωσειά.

Ως τα είκοσι εννιά που επαντρευτειν εξενοδούλευκεν.  

Γεναίκα νούσιμή, φρόνιμη, ευγενική.

Ούλλα με τα θκυο της σιέρκά τα έκαμεν.
 

Κόμα εν το αγκωνάριν μας.

Πέρκει στα γεράματα μου να αξιωθώ να πράξω έναν κομματούιν της καλόσύνης της μιαν δακτυλήθράν της αρετής τζιαι της θυσίας της να κοντέψω.

Αγαπησέν τζι' αγαπά ξοψυσιής τζιαι που καρκιάς.


Με τον πατέραν μου ήταν που τ'αλήθκειά αγαπημένοι.

Εις το χωρκόν μου για να με βρίσκουν ελαλούσαν "ο Γιαννάκης της Ελένης".  Τούτον το ονομάν της μάνας μου αννοιέν μου πόρτες τζιαι καμαρόπορτές.


Εις τα γενεθλιά μας η μάνα νομίζω πως πρώτη γιορτάζει...


Υ.Γ.  Αν μάθει ήνταπογραψα αλοίμονόν μου.

Τελικά εσιει κάτι γεναιτζες η Δρούσια η Κύπρός η καρκιά τους αγαπά που τα αλήθκεια σσιλλιάες.  Πόσους επαρηορήσαν, πόσους ετραπεζώσαν, αναγιώσαν, εσώσαν, εφροντίσαν.
 

Ένας υψηλοβαθμός στην κοινωνίαν, βαρύς νομίζουσειν πολλοί, μολίς με δει ημερεύκει "Τους χαιρετισμούς μου στην Καν Ελένην!"  Πάντα στην προσφυγιάν εθκιαν του βρρεσιεν τα βιβλία που το μικρον μας βιβλιοπωλείον.  "Να μεν χαννεις το μάθημάν.  Άμαν ημπορέσεις πκιερώννεις"

Ήταν όμως κόρη της Σοφρωνίας της ορφανής που σιεν για ούλλους αγάπην τζιαι αννοικτήν αγκάλην.
 

"Εν πειράζει Γιαννάκη μου.  Να συγχωρούμεν γιε μου.  Ήντα που να κάμουμέν γιε μου".
Μεθεόρτια της 28ης Οκτωβρίου
 

Φυλάγαμέ την καλή γραβάτα.  Κάποιοι με προσοχή μην χαλάσεί το δέσιμό.  Μια δεξιότητά δύσκολή για πολλούς.

Το πουκάμισόν το καλόν.

Οι κοπέλλές τα φουλάριά.

Η χαλάρωσή με τις πρόβες παρελάσεως τελείωνε, φυλάγονταν τα όργανά.

Η χορωδία άρχιζε πρόβες για τις επόμενες εορτές.  Κυρίως για τα Χριστούγεννά.
 

Ξεστολίζαμε το σχολείο.
 

Άρχιζαν ξανά οι ακροβασίες με τα ποδήλατά και τις μοτόρες.

Πάντα παραμονές παρελάσεως όλοι πρόσεχαν γιατί ο Κυριός Λουκά ήταν μια αξία σταθερά και δεν θέλαμε να τον βάλουμε τελευταία ώρα σε μπελάδες για αντικαταστάσεις και τέτοια.

Ο Νοέμβριός ήταν πάντα μήνας διαγωνισμάτων.

Ήταν όμως και μήνας βροχερός.
Ευνόούσε τις πρόβες συγκροτημάτων τις ηχογραφήσεις στου Σίμου και το γράψιμό τραγουδιών.

Το πιγκ πογκ στο Ίδρυμά είχε τις τιμητικές του.

Τα πρωταθλήματά ποδοσφαίρού έπερναν φωτιά.  Τα δεύτερα,τα αγροτικά,τα σχολικά, τα κέντρα νεότητός.
 

Στο Κλειστό του Αθηναίδείου η πετόσφαιρα τις βροχερές μέρες πρωί και απόγευμά ήταν απόλαυση τον βροχερό Νοέμβριό.

Να παίζεις βόλεύ να ακουγονται οι βροχές ωσαν καταρράκτης στη στέγη.  

Ο Τσίκος στις φορμες του, η υποδοχή να είναι καλή να ψηλώνείς του Παπαθωμά για καρφί και ο Γιαννάκος να την γλυτώνεί με τον Λαζαρίδη να απαντά ο Τσιρπονούρής και πάλι απο την αρχή και ο πόντος να κρατα ένα πενταλεπτό
καρφιά και επιστροφές και οΛουκά να αστειεύει το Σάββα πως πάει έμαθε το Τζιερυνιώτικό τζιαι δυσκολεύκει μας.


Να μας τα χαλά το κουδούνι.  Να πρέπει να πάμε για Γαλλικά και όλοί να τρεχουμε μες τη βροχή για τα αποδυτήριά και η κουβέντα μες τα πειράγματά για το βόλεύ να γυροφέρνει και στο πως θα στραφούμε σπίτι.  Αν θα τα καταφέρουν με τέτοια καταιγίδα τα λεωφορεία, τα ποδήλατα οι μοτόρες τα αυτοκίνητά να κινηθούν στην Λεμεσό που ήταν τότε και ολίγον Λιμνουπολή.

Ξεκινούσαν και προχωρούσαν τα Κύπελλά Πρωταθλήτριών, τα Κύπελλά Κυπελλούχων, το Κύπελλό Ουέφα και οι συζητήσεις στην αυλή ήταν όλα τα δεκασέλινα και οι λίρες.


Πολλοί οι ενημερωμένοι.

Συνθέσεις μετεγγραφές περσινά αποτελέσματά. 
Επιχειρήματα προγνωστικά.  Ιδιαίτερα αν το βράδυ είχε μετάδοση.
Στοιχήματα με σάντουιτς και κοκα κόλα και να σε γυρεύουν για μάρτυρα...
 

Όταν ερχόταν λιακάδα όλοι εκεί κοντα στα ποδήλατά να λιάζουντε και οι κοπελλιές να σχολιάζουν τους τεμπέληδες που συνομιλούν ποδοσφαιρικά λες και δεν έχει κάτι άλλο ο κοσμός ολάκερός.

Και με σε όλα αυτά να σε γυρεύει ο Κύριος Νικολαίδης να αναλάβεις ευθύνη για το τετράκις εξαφανισθέν απουσιολόγιο και ο ένοχός να σου εύχεται καλά ξεμπερδέματά με ελιγμούς και διπλωματία.
 

Αχ τα κατόπιν εορτής είχαν μια γλυκήτητά ιδιαίτερά αν όλα πηγαινάν καλά στην παρέλαση...

Ένας Νοέμβρής εμπλεός χαρίτων ή μάλλον μας κατέκλυσε η νοσταλγία...
Ουτιδανός ειμι.  Τέκνον πτωχόν ανδρείου ανδρός του Ακάμα.



Σεβαστηκέ την ελευθερία μου.  

Σπάνια με ρωτούσε.
Ήξερα όμως πως με παρακολουθούσε εν σιωπή.

Μόνο ένα πρωί, στα γενέθλιά μου, έσκυψε χαράματα και με φίλησε.

Ήμουν εικοσιεφτά καπνισμένος πλέον και πονεμένος
Ήταν καιρός καταιγίδων και διώξεων.
"Χρόνια πολλά γιε μου. Ο αγώνας συνεχίζεται". Και έφυγε για τη δουλειά.

Αυτός που είχε γνωση και κατάρτιση, μελέτη αμέτρητων ωρών.

Αυτός που μπορούσε πολλά να πετύχει.
Παρέμεινε θερμαστής και εργάτης.
Λες και το χρωστούσε στους αντάρτες που έφυγαν νωρίς και αδίκως.


Σιωπηλός συχνά.
Αδικημένος από πολλά στη ζωή.

Μια ζωή να διορθώνει λάθη και να πληρώνει για τα πάθη αλλονών.

Το καθήκον, η αγάπη.
 

Μου λείπει συχνά.  Κοντά του ένοιωθα μιαν ασφάλειά.
Ήταν άδρωπός πρωτινός.  Φρόνιμος.
 

Όταν κάποτε του επαινέσαν τα παιδιά του, έκαμε απλά τον σταυρόν του.  Δεν είπε τίποτα.
 

Τον θαύμασα στα οκτώ μου.
Έβαλε μετάνοια στον γέρο πατέρα του ήρωα και φίλησε το χέρι του σταυρωμένου τροφοδότη.
Ο αντρείος αγώνιστης της ορεινής Λεμεσού πήρε να βουρκώνει.
"Ό ι Ό ι Νεόφυτέ μου" και τον σήκωσε και τον ασπάστηκε ωσαν να ήταν γιος του.....

Ουτιδανός ειμι.  Τέκνον πτωχόν ανδρείου ανδρός του Ακάμα.



Ο μάστρος του στο βουνόν είπεν μου εξαίφνης μιαν νύχταν

"Εμπόρεν να μείνει αντάρτης ως σήμερα τζιαι να αντέξει".
 

Ελπίδα μου να ναι εκει ψηλά με τον φίλον του τον Κουζουπήν τον ενάρετόν ομαδάρχήν του.
Πάντα ελάλεν μου "Κάθε μέρα προσευχουμαι για τον Νηόφυτόν.  Είμαι σίγουρός πως θα τον συναντήσω εις τον Παράδεισον".
 

Εγώ εν εμίλουν.  Έστεκά ξηστικός μπροστα στον άνθρωπο με το χαρακωμένο κορμί από τα βασανιστήρια.

να προσθέτει "Εσυγχωρήσαμεν του τζιαι τζείνου που μας επρόδωσεν..."


Ούλλους εσυγχωρήσαν τους.  Κόμα τζιαι τους διώκτες τους.
Εν σιωπή και συνέσει....
Όταν άλλαζε η ώρα.  Επιστρέφαμε δηλαδή στην ώρα την κανονική.



Το σκόλασμά των Γυμνασίων με τις βροχές ήταν νυχτερινό και ολίγον περιπετειώδες.

Με τον Θεόδωρό κάμναμε κατά κάτω προς το δρόμο του Νοσοκομείου.  Από την πίσω μεριά του παράδεισου των φλίππερ, των πιλλιάρτων, των τζουκ μπόξ.  Περνούσαμε απέναντί από το δρόμο των Κατεψυγμένων του Βουνιώτη και τραβούσαμέ ολίγον ανηφορικά προς την Κλινική του Ιωσηφίδη.  Από εκεί στρίβαμε αριστερά και κατόπιν δεξιά.

Όλα αυτά καθώς συζητούσαμε και συχνά εκούντούν και τον Καρκαντα μου στυλ Κουρσε.

Τρία χρόνια σκόλασμά αναλύσαμε εκατοντάδες θέματά του Επιστητού καθώς και του Εφηβικού μας σύμπαντος.

Με βήμα ταχύ.  Είμαστε και οι δυο στην ομάδα μεγάλων αποστάσεών.

Πάντα βλέποντας την πλάτη του Παττίχη αλλά με γερα πνευμόνια και προοπτικές κατά τον Κύριο Λουκά.

Εκερτίσαν μας όμως τα βιβλία και οι οραματισμοί, προτίστως αντικατοχικοί.
 

Το λοιπόν νύχτα σχεδόν εφτάναμε στο δρόμο κάτω από τα Φώτα του Συμιλλίδη ή αλλοιώς γνωστη ως η Στράτα του Κέντρου του Αρίφή και ύστερα ο δρόμός του Αβενίτα.

Επκιάναμεν τη Γειτονιά του Άη Γιάννη χώμάτά τόύ Σίνε Βόλος και του απεναντί κηπουθκιού γίά νά τέρμάτίσόύμέν Ολυμπίου Διός να καληνυχτηστούμε βάζοντας άνω τελεία εις τα φλέγοντα διαλογικά σεμινάρια συζητήσεως γιναξιητικής και φιλκής βεβαίως με εκατέρωθέν εποχειρήματά και γελιά πόλικα.



Ο φιλος μου έμπαινεν εις την οικία την κεκοσμημένην με τραπέζίν του πιγκ πογκ και το κουρσέ ανελαμβανε καθήκοντα μεταφοράς μου εις την Οδόν Τροόδους μέσω φώτων Συμιλλίδη και όδου Ιωάννη Κυριακίδη όπου συχνάκις ενεδιδα εις τον πειρασμόν ελέγχου των στουτιό καρας και της Σάλας του Σίμου για να δω αν φτοιάχνούν κάτι με τον Μαρίνο ή αν δούλεψε καμμιά μελωδία στα στιχάκια που σκάρωνά....
 

Εκείνες οι νύκτές μιας άλλης γλυκήτητάς με γαρνιτούρα λλίης ψύχράς περιλάμβανάν κάποτε και στάση στο Ίδρυμά Παναγίδη για συντονισμό με τον Πάμπό τον υπεύθυνό της Λέσχης Νέων που γεμιζε τη ζωή μας δραστηριότητές ή ένα πέρασμά από του Κύριού Πόλυ Καίτη το φροντιστήρίο γυρώ στις έξι που αλλαζε η βάρδια για μια γρήγορή κουβέντα για τα ποδοσφαιρικά ή απλά μια Καλησπέρα, να πούμε τα νέα, να προγραμματιστούμε.

Ο δύναμός ήταν καλός το ποδήλατο έφεγγε την Τροόδους όταν έφταννα.  


Το βαφείο του μάστρε Βλάσκου ήταν ακόμη ανοικτό.Συχνα πογιάτιζε βραδυ γιατί ήταν ήσυχα.
 

Έβαζα το ποδήλατό στην αυλή για να μπώ σπίτι. 

Στο τραπέζι ο Τραχανάς άχνιζε...  "Άτε γιε μου πριν να κρυάνει η σούππα..."

Το κίρταμα



Το κίρταμα έτρώαμεν το ξυδάτον τζιει στα χωρκά τ' Ακάμα στα τραπέζια τα επίσημα των γιορτών μα έβάλλαμεν το τζιαι σε κάτι σαλάτες τομάτα, αγγουράκιν, κρόμμυόν δυνάμενον κάποτε τζιαι καμμιάν πατατούαν βραστήν καλοκομμένην τζιαι που πάνω το λάιν το καλόν το μαυρόλαον τζιαι το ξυδούιν το δικόν μας.

Κάποτε εβάλλαμεν το παστο τραπέζιν μόνον του με το λάδούιν του τζιαι ετρώαμεν τα όσπριά μας τα καλά με κανέναν θκυο τρία πιατούθκια για άρτημαν της κυρίως μαειρκάς.

Κίρταμαν, τσαρτελλούίν, αντζούγιες του μαστραππά σασμένες. 

Τζιαι κάτι μέρες καλές κανέναν θκυο χαλλούμια τηανητά μες το λάδιν το καλόν.

Έναν τραπέζιν καλόν εις το χωρκόν εν τ αλλάσω με το καλλύττερον του κόσμου μαειρκόν....
Στο τζουκ μποξ του Κέντρου ΜΙΑΜΙ


 


το τραγούδι Με το Βοριά σε στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου ήταν βάλσαμό τις νύχτες που φυσούσε απαλά βοριάς...

Το κονιάκ συνόδευαν δεκάδες μικρά πιατάκια και οι μάγκες που φορούσαν παντελόνια με ρεβέρ χόρευάν τους πόνους και το αλύτρωτό τους όνειρό.

Ένα βράδύ ακούστηκέ ένα τραγούδι με τη Γιώτα Λύδια από ταινία του 1957.  Ύστερα το τραγούδησε και ο Στέλιος Καζαντζίδης.  Τίτλός του τραγουδιού "Η Κύπρος είναι Ελληνική" σε στίχους του μεγάλου Κώστα Βίρβου.


Ένας από τους θαμώνες που κούτσαινε ολίγον κέρασε όλο το μαγαζί κονιακ.  Μεροκάματα δεκαπέντε ημερών.
Επέζησε επτα ημερών βσσανιστήριά στο Ρετ Χάούς στη Λεμεσό και οκτώ ημέρες στην Ομορφίτα.
Ήταν αυτός που είπε στον Μπάρλοού "Μα γρονθοκοπάς ένα δεμένο Έλληνα ντροπή σου".  
Ο ξανθός με τις πολύ δυνατές γροθιές είχε αποκάμει να τον βασανίζει.  Είπε στο Μακκάουάν να τον αντικαταστήσει.
Ο μικρός είχε μεγάλες αντοχές και μάτια δυνατά που τον τσάκιζάν.
Δυσκόλευε και τους μεταφραστές με τις αντρίκιές ρωμέικές κουβέντες...
Εζησε αναργυρός και πάντα έλεγε "Τι έπαθά απλά κουτσαίνω λίγό.  Τον μακαρίτη τον Νίκο τον Καθαριστή τον σκοτωσε στις Πλάτρες ο Σέιβόρυ".
 

Αρέσκαν του τα τζουποξ.  
Έναν πόξω που το Φώτο Μάτικ τζιαι το φωτεινόν εις το Μιάμι.
Άμαν εχορευκέν ζειμπέκικόν εκλαίαν τζιαι οι πέτρες.
 

Υ.Γ. Τάπεινή αφιέρωση στη μνήμη του ενάρετού ΦΕΙΔΙΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ

Επκιάαν για τα καλά τα νερά...




Επκιάαν για τα καλά τα νερά... τζιαι αθθυμήθηκά που έρκουμουν που το Αθηναίδειον μες τα νερά τζιαι εγένουμούν πουλλούιν τζιαι με έκοφτέν.

Όστι να 'ρτω στον Άη Γιάννη στου Χαρακή τα νερά εξυπνούσαν με.  Εσιέρουμουν πολλά.

Βρεμένος φουσκίν λουμίν αθθυμούμουν που μιτσής επαρπάτουν μες τις λάντες ή επιχείρουν υπό βροχή την καθέλκυσην ή τον ελλιμένισμόν με τον Αντωνάκήν ποικίλων βαρκούων χάρτενων με φελλούς ξύλενών.

Που μαστεν μιτσιοι ήταν η χαρά μας να βουρούμεν μες τα νερά ή να παίζαμεν μάππαν παρέα με τις ραντίες που άμαν εσφίγγαν πολλά ελαλούσαμεν πως έτσι παίζει μες τα νερούθκια κοτσια Ματσιεστερ Γιουνάιτετ.


Μες τα νερά επαίζαμεν τζιαι κάτι ιστορικά ματσούθκιά στην νότιαν αυλούαν του Αθηναίδειου με τον Χατζηπετρην τον Αχιλλήν τον Δημητριάδην τον Γιώρκον τον Παττίσιην τζιαι άλλους πολλούς


Να πκιάει Θεέ μου μια βροσιή ολοκοσμητική
να πλύνει τις ψυσιες τζιαι το κορμίν μας 

να γινούμεν όπως τότε,
που πρωταίοι εμοιράζαμεν την καπήραν 
τρια κομμάθκια να φάμεν ούλλοι που λλίον.
 

Έτο δαμέ πούρταμεν λλίην αγάπην θέλουμεν τζιαι ένα τσάιν αμαν γινούμαστεν σουππιν λουμίν μες τα νερά του Φθινοπώρου...

Υ.Γ. Αφιέρωμένον στην Κα Βασιλικήν, την μάνα του Σίμου, που με έφαιρνε πολλές φορές στου Χαράκη να γλυτώνω τα νερά και στον Κον Νίκον Σπαθάρην που με εκατέβαζεν πολλά βροχερα πρωινά στο Αθηναίδειον πριν να πάει δουλειά.  Άρχοντας αλήθινός.
Ο Γιώργος Θαλάσσης που μας μεγάλωσε




Θα ήταν το 1974 όταν ο Άντρος της Κυρίας Φωτούλλας τραβώντας κάτω από το κρεββάτι του την μικρή κάσια του θησαυρού μου έδειξε τα τευχη με το μαγικό παρασύνθημα.  Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ.  Η συνέχειά με τα τρία δανεικά τεύχη ήταν όντως μαγική ηρωική συναρπαστική.



Ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο φίλτατος Σπίθας

Παραμερησα τα Μπλεκ τον Ρου Ρεης που μου άρεσε στα Ζαγκορ και βούτηξα στην Αθήνα της Κατοχής και της Αντίστασης
 

Ακόμα και σήμερα άνθρωποι ανάργυροι και ενάρετοι μόλις αντικρύσουν παλαιό τεύχος του Μικρού Ηρωος μπορει να δραπετεύσουν εις την κοντινότερη σκιάν και παρατώντας τα όλα σύναντουν τις παλαιες τους αγάπες...