ΚΥΠΡΙΩΤΙΚΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ



ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Εις τα χωρκά μας ενομίζασε γίγαντα λιοντα
Εναν λεβεντογίγαντα πέντε ορκες το ύψος
Ποπκιανες ενα ν το βουνόν που βάσην γυρισόντα
εις του Μωρια το έπερνες για μάρμαρα τζιαι γύψος


Να χτίσεις μιάλην εκκλησιαν το τάμα σου μεγάλον
Για την ελευθερίαν μας λαμπάδιν τάσσεις μιάλον
Ο,τι εμπόρες έπραξες τζια κόμα πκιο περίτου
ετραούδα σε η Τζιυπρου μας εως Αποσπερίτου

Το κρεβάτιν του γάμου



Κάποτε στους γάμους άμαν εχορεύκαν τζιαι εστρώνναν το κρεββάτι είχαν το για έθιμον να σύρνουν κανένα θκυο μωρά πας τα στρωμένα για να κάμει καλά μωρα το ζευκάριν.
Σαν έστεκα τζιαι έβλεπα το πολύχρωμο χορευτικό και πλούσιο δρώμενο τζιαι άκουα τους χαβάες τους καλούς του θκιολάρη αρπάσσει με ένας γίγαντας τζιαι εσυρεν με πας το κρεβάτιν του γάμου.

Εν που τες πρώτες αναμνήσεις του φτωσικού μου βίου. 
Ο φωτογράφος εν έχασεν ευκαιρίαν τζιαι όπκοιος άννοιεν το αλπούμ μας εθωρεν με να πλέω μες τα παπλώματα τζιαι να μάχουμε να φκώ.

Που τότες εμεινεν μου η αγάπη για τα φκιολιά τζιαι εξηφοήθηκα τες πίστες τζιαι εχορευκα συρτόν τζιαι καρτσιλαμάες αδρωπινούς.

Έτσι ήτουν η ζωή τότες εθκιούσαν σου μιαν τζιαι αν θέλεις μεν κολυμπησεις.
Ασσεν τζιαι με τον κουκκουλλον ασσεν τζιαι μες τα παπλώματα.

Άτε χαμογελάστε νάκκον μούχτιν με το πάθημαν νου μιτσή σ' έναν γάμον κανονικόν με χορούς του κρεβαθκιού, θκιολιά, λαούτα, μερρέχες, ξιουρίσματα του γαμπρού ζώσματα, ρέσιν τζιαι εις υγείαν τ' αντροήνου...

Προσευχή ποιητάρη στην Παναγίαν της Κύπρου ούλλης


Αχ Παναγια μου Δέσποινα αγάπουσε που γρόνια
Γιάνε τζιαι την καρδίαν μου γιάνε τζιαι τα πνεμμόνια
Στους τόπους που τράούδησα για σε ννα τραούδησω
Με τον καλόν το θρήνον σου χωρκά να κλαμουρίσω

Εγύρισα τες εκκλησιες ούλλα τα παναήρκα
Με τες φυλλάδες εφαά ψουμίν τζιαι παξημάτιν
Πριν το κακόν που την τουρτζιάν ήταν τα μοναστήρκα
πολλά τζιαι τραουδούσαμεν στράταν τζιαι μονοπάτιν

Αχ Παναγιά Τζυκκώτισσα μάνα της Τζύπρου ούλης
Κάμ' έναν θαύμαν να χαθει ο μαύρος ο Ιούλης
Σαν πρώτα να απαγγέλουμεν θκιακόσια μας τραούθκια
Κάρμιν τζιαι στον Απόστολον δίπλα που τα κουζούθκια

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΤΖΥΚΚΟΥ


ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ

Είπαν πως με γυρεύκασην
Εγγλέζοι αστενόμοι
τζιαι πέρα εις τη Λεμεσόν

σε μια μεαλήν κόμη
Εφέραν τζιαι κελεπσιές

για να με φυλακώσουν
Είπαν πως μες το Ρετ Χαους

εννα με χαντακώσουν

Επόμηνα τζιαι νύχτωσεν

σαν είχα οδηγίαν
Τζιαι ετραβησα κατακοφτά

ψηλά στην Παναγίαν

που ταν λημέρκα των κλεφτών τόποι των κρησφυγέτων
Να φυω πκιον που τη σκλαβιάν

ετον αντάρτην έτον

Έτσι να με φωνάζουσην να με καλωσορίζουν
Να στέκω στη παρατζιελλιά εις ο,τι μου ορίζουν
Ο Δράκος εν ο μάστρος μου, Λένας ο σύντροφος μου
Α Παναγία άκουσμε τζιαι την ευτζή σου δώσ' μου

Το ΑθηναΪδειο το Γυμνασιο Καθολικής


Μέρες της Παναγίας μας και η μνήμη ταξιδεύει στο σχολείο μας που ήταν αφιερωμένο στην Παντάνασσα Καθολική.

Δεν ξεχνώ κάποιες ακολουθίες των χαιρετισμών της Παναγίας στο θέατρο του σχολείου με λειτουργούς τον πατέρα Νικόλαο Σιδερά και τον πατέρα Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο.

Σε μια από αυτές στην πινακίδα έγραφε

"ΜΕΘΥΣΤΕ ΜΕ Τ'ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ"

Δεν έφυγε μακρυά επίσης η ανάμνηση του Αγιορείτη Παπα Βασίλη Γοντικάκη να μας ομιλεί στην καταμεστη αίθουσα εκδηλώσεων για την Παναγία, το περιβόλι Της, τον Χριστό, την αγάπη, τον έρωτα την ελευθερία.


Ένας από τους πλέον σοφούς της Παραδόσεως μας με ένα λόγον απελευθερωτικό μακρυά από τις τοτινές εκσυγχρονιστικές εξαπατήσεις που θα οδηγούσαν την Ελλάδα στην καταστροφή πρότεινε το ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΦΩΣ.

Ιχνηλατούσε μιαν οδόν απάγουσαν εις την όντως ζωήν.


Το Αθηναιδειο Γυμνάσιο ήταν και είναι γνώστο και ως Γυμνασιο Καθολικης Παντανάσσης.
Το αγαπά και το προστατεύει η Παναγία μας.
Το μαρτυρούν τα βήματα μας τα κατοπινά που εκζητουσαν:
Παναγια μου Παναγιά μου παρηγόρα την καρδιά μου

Με ένα τρόπο μυστικό οι μαθητές και ο μαθήτριες του ήταν και είναι συνδεδεμένοι με την Παντάνασσα Παναγία.
Η κυρία Μιχαηλίδου είχε μια ευαισθησία και μια μέριμνα
για τη σύνδεση μας με την παράδοση, την Εκκλησία και την θεία Λειτουργία.
Τότε ίσως δεν κατανοουσαμε το δώρο αυτό για τον μετέπειτα βίο μας.

Στους διαλόγους της εποχής στις τάξεις πήραν μεγάλη δυναμική και τα θρησκευικά και υπαρξιακά θέματα όταν στο σχολείο κατέφθασε ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος κατοπιν διάκονος, ιερέας και πνευματικος στην Αγία Βαρβάρα Ζακακίου.

Στην χειροτονία του πήγε όλη η συμμορία του Στ3 και άλλοι πολλοι και πολλές.
Μπόρεσε να μας μυήσει στον ατίμητο θησαυρό της Ορθοδοξίας με ένα τρόπο απελευθερωτικό και διαλογικό.
Ο μακαριστος Κωστα ς ο Λαζαρίδης δεν ήθελε να χάνεις το μάθημα του.
Γενικως δεν εντασσόταν στους καθηγητές όπου ανθούσε το σκασιαρχείο.
 
Λειτουργίες τελούνταν και στο θέατρο του σχολείου καθως και ακολουθίες των χαιρετισμων όταν είμαστε απογευματινοί.
Στη μνήμη έχω καταγραμμένη μια τέτοια ακολουθία με τον μακαριστό Πατέρα Νικόλαο Σιδερά και νομίζω τον Πατέρα Σπυρίδωνα.

Όταν η Λειτουργία γινόταν στην Εκκλησια της Καθολικης πηγαίναμε με τα πόδια.
Πήγαμε και στην υποδοχή ενός Πατριάρχη μια ομάδα μετά από οδηγίες της Κυρίας Μιχαηλίδου.

Κάθε πρωί ή απόγευμα αρχίζαμε με προσευχή.
Αν υπήρχε συγκέντρωση η προσευχή γινόταν κοινή στο προαύλιο.
Ακολουθούσαν ο οδηγίες από την Αμμοχωστιανή κυρία Μιχαηλίδου αληθινη στρατηγό ενός θαυμαστου προσφυγοσχολείου.

Στο σχολείο μας υπηρέτησαν ως θεολόγοι οι δύο σεβαστοι κυριοι με το επίθετο Κωνσταντινίδης.
Ο ψηλός εκ των δύο ο Μιχαήλ είχε εκπληκτικό χιούμορ
ο δε κύριος Κώστας έδιδε ευκαιρίες σ όσους ήθελαν να ερευνήσουν.

Ήταν και η δεσποινις Χαραλάμπους που μας βοήθησε με επισκέψεις να γνωρίσουμε τον ανθρώπινο πόνο στα ιδρύματα και τους καταυλισμους, η δεσποινις Λάμπρου μεγάλη καρδια αγάπης και η κυρία Μιτυληναίου που μας στήριζε στους βαθμούς
 
"Άτε να φύουμε για το Ππικατίλλυ"
"Οχι" ακουγόταν ο Κώστης "εχουμεν με τον Πάτερ, εν θέλω να τον χάσω".
Ο Κωστής η καρδιά η ανοικτή στο Θεό και την Παναγία Παντάνασα.  Βοήθεια μας.

Όπου και να είμαστε σε όποα γωνια της γης εχουμε Σύμμαχο την Κυρία των Αγγέλων από τα μαθητικά τα χρόνια.

Βραδυνούς χαιρετισμούς αποστέλλω έστω και μακρυά απο την οδο Δωδεκανήσου

Δεκαπενταύγουστος


Νύχτα Δεκαπεντάουστου
μακρά που το χωρκόν σου...
Τούτη πκιον εν η ζήση σου
τούτον το μερτικόν σου...

Εθνικόν προτίστως το αληθές και το διακριτικόν



Εθνικόν προτίστως το αληθές και το διακριτικόν. 
Εναρετόν βεβαίως και πρώτον το αγαπητικόν και ανιδιοτελές....

Εσύ στους ουρανούς.
Εμείς να παραλαμβάνουμε τιμές που σου άξιζαν.

Από το 1955 στις μαθητικές ομάδες της Πόλεως Χρυσοχούς του ηρωικού Γυμνασίου.
Ύστερα συνεργάτης με τους τρεις ήρωές του Νέου Χωρίου 
Ύστερα με τους Σαμποτερ της Λεμεσού.
Κατόπιν με ανατιναγμένο σπίτι καταζητούμενος αντάρτης.
Στο βουνό με το Σοφοκλή και τον Λούη....
Με τον Νεοκλή που τόσο σε αγαπούσε.
Με την οικογένεια Νούρου που σε λάτρευε.
 
Μετά την Ανεξαρτησία στην Παγκύπριά Ένωση Αγωνιστών να σηκώνεις την ευθύνη μιας επαρχίας.
Στιγμές μοναξιάς και διωγμών.
 
Το 1964 για εκπαίδευση με τους πρώτους στον Κακομάλλη.
Εθελοντής από τους πρώτους μαζί με τον Αντρέα Κουζουπή.
Το 1968 υπεύθυνός σε εκλογικό Κέντρο εκπρόσωπός του ΔΕΚ.
Ανάγκη η Δημοκρατία έλεγες αλλά με ευγένεια και σοβαρότητά.
 
Στέλεχος της ΣΕΚ στο Κεραμείο Λεμεσού.
Ύστερά για χρόνια στις επιτροπές Ταμείου Προνοίας.
 
Για χρόνια φίλος, υπάλληλός και κατόπιν συνεργάτης με το σοφό βιβλιοπώλη και ευπατρίδη Αντρέα Ιωαννίδη.
Για το καλό βιβλίο και τη φιλαναγνωσία.
Στην αντιπολίτευση ήσουν πάντα υπεύθυνός.
Μου έλεγες πως δεν πίστευες στην εμφύλια βία.

Το 1974 στον πόλεμό να σώζεις κόσμο εκεί στη Λεμέκο με την Πολιτική Άμυνά.
Ύστερα στην υποδοχή των προσφύγων στη γειτονιά μπροστάρης στην αλληλεγγύη με την ταπεινή σου σύντροφό.

Νηφάλιος στους άδικούς διωγμούς.
Στις πολλές δοκιμασίες με απίστευτή αξιοπρέπειά.

Να μεριμνάς για τους άλλους.
Χωρίς ένα τόσο δα παράπονό.
Μόνο σιωπή.
Καμμιά κατάκρισή.
Μόνο έφευγες συχνά για τη Δρούσια, τον τόπο που σε ξεκούραζε.

Λίγες μέρες πριν φύγεις μου είπες χαρούμενός
"Είμαι ευχαριστημένος απο τα παιδιά μου".
Και κατοπινά εύχαρης μου θύμιζες τα παιδικά μας διαβάσματα και τα ακρώνυμα που μου μάθαινές.
 
Σε μια μεγάλη οικογενειακή μας δυσκολία με φίλησες και είπες
"Ο αγώνας συνεχίζεται γιε μου" και μου χαμογέλασες.
 
Όταν ταξίδεψες για τους ουρανούς ο Αντρέας Κουζούπης ο Ομαδάρχης σου στους σαμποτέρ και στις Κατασκευές βομβών συνεχειά μας επαναλάμβανέ κλαίγοντας
"Δεν ζήτησε και δεν πήρε τίποτε. Τίποτε... Ήταν ανάργυρος"

Χρειάστηκα χρόνια έρευνας για να βρω πως εκει που στις πήγες του Αγώνα έγραφε ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ή Παναγιώτου κρυβόταν ο πατέρας μου.
Όταν σε ρώτησα επίμονα κατάλαβα πως για κάποιο λόγο βαθιά κρυμμένο στην καρδιά σου δεν ήθελές δόξες και τιμές.
Την οδό της Αγάπης και της θυσίας ήθελές...
Μονάχα μια φορά ήσουν επιτακτικός μαζί μου.
Στα δεκατρία όταν κάποιος φλυαρούσε ασεβώς για το Χριστό και την Ορθοδοξία αφού εξέφρασες με θάρρος και ευγένεια τη διαφωνία σου.
Όταν πήγαμε σπίτι μου είπες πατρικά
"Προσεχε από αυτόν τον άθεο στη δουλειά".
Μας ήθελες του Χριστού, με εκείνο τον έμορφο τρόπο της Δρούσιας του Θείου σου του σεβασμιού ιερέα και του Αργύρη Πασαπόρτη του ψάλτη της Δρούσιας που σου πρωτοδίδαξε την προσευχή και την αγάπη για το βιβλίο.
Τα ανωτέρω τα γράφω καθηκόντως χωρις να επιθυμώ να κλέψω τιμές που σε άλλον ανήκουν.
Μα και για την αγνοημένη αλήθεια πως στον αγώνα ύπηρξαν νέα παιδια που έμειναν δια βίου ανάργυρα δημοκρατικά και ευγενη ως τα γεράματα τους.
Εθνικόν προτίστως το αληθές και το διακριτικόν. 
Εναρετόν βεβαίως και πρώτον το αγαπητικόν και ανιδιοτελές.

Εν κάτι νύχτες...


Άμαν είσαι μες τη θλίψην ελάλεν μου ο παππούς ο Αναστάσης εις τη Χώραν να θωρεις δεντρά, θάλασσαν.

Να πίννεις τζιαι κανενάν κρασίν ελάλεν νου φίλου μου να ανοίει η γλώσσα σου να λαλείς τον πόνον σου να φέυκει που πάνω σου.


Αθθυμούμε ύστερα που το Οδόφραγμά επκιάα στρατές των στρατών τζιαι επήα εις τας Αθήνας Μεάλην Εφτομάν του έτους 1990.


Έρεξα τζιαι είδα τον Κύριον Νίκον Βασιλειάδην είπα του τον πόνον μου για την Κύπρον που ήταν σχεδόν τρεις μήνες στους δρόμους κόντρα στην κατοχή τζιαι την διχοτόμησην.

Εσυμβούλεψεν με τζιαι επκιάα τρένα λεωφορεία τζιαι πλοιάριόν τζιαι έφτασα ως τ' Αγιον Όρος να πω τον πόνον μου, να ιστορήσω τα πάθη μου τζιαι τις περιπέτειές του βίου μου.
 

Έφτασα στην Σταυρονικήτα.

Έκαμά Πάσκαν βασιλικόν.

Ώρες ολόκληρες ακουσεν με ο παπά Βασίλης ο Γοντικάκης.
Να τον έσιει ο Θεός καλά.

Εστειλέν με τζιαι εξομολοήθηκά στον παπά Ιερεμίαν, τον καλοσυνάτον, τον Αυστραλέζον.

Έπνασα.

Ύστερις επήρεν με ο Λεωνίδας, ο μάγκάς, ο Σαλονικιός στο τζελλίν του Αγίου Παισίου τζιαι επκιαά την ευτζήν του τζιαι άκουσα τον τζιαι εποθάμασα τζιαι στραφηκά τζιαι αλλό θκυο φορές τους επόμενους χρόνους.

Σάννα τζιαι ήταν εχτές.
 

Εστράφηκά στην Κύπρον που το Περβόλιν της Παναγίας τζιαι είπα να τραβώ κουπίν μες το πέλαγός του βίου ποτε σιανεμμιά, ποτέ τρικυμία, νύχτα Παρασευκόνυχτα μες τα σκοτεινά τζιαι έσιει ο Θεός τζιαι για μας τους δύσκολους, τους εσαεί κατηχούμενους πεπτοκώτες.

Ελάλεν τζιαι ο μάστρε Φώτης Αμολόητα τα πάθια τζιαι οι καημοί του κόσμού τούτου.
 

Εν κάτι νύχτες που θέλεις να τραουδήσεις να πεις τους καημούς, τις αγάπες, τις πίκρες που 'πκιες, τις χαρές.
Να κλάψεις τους που έχασες.
Να γελάσεις με τις θύμησες των π'αγαπάς για τζείνον το Ελά να σε φιλήσω τωρά που φεύκω για την Ευρώπην που κομά τζυνηά σε τζιαι κάμνει σε να χαμογελάς.

Έτσι νύχταν παγωμένην στην Τυλληρκάν εφερεν το περιπολόν κονιάκκιν μες την λαμιτζάναν να πκιουν οι σκοποι να βράσουν.


Εβάλαν μου θκυο τρεις πιννιές.
Έβρασα.
Επήρα πάνω μου.
Άντεξα ως το δεκανέαν αλλαγής.

Μετράς τα θαύματα που έζησες τις αγάπες που σου χάρισαν.

Το φως που σου ανάψαν.

Σκέφτεσαι τους πέρα ζώντες, τους απαρηγόρητούς.


Λες μια προσευχή για χάρη τους.
Φτάνει να τους φυλάει ο Θεός.
Να ναι χαρούμενοι, ευτυχείς.

Εξομολογητικά που τα χάραξα απόψε.

Γραφή από έναν που θητεύει στους κοπιώντες και πεφορτισμένους μα χαιρεται να δωρίζει χαμόγελα και παρηγορητική νοσταλγία στους π'αγαπά.

ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΠΟΙΗΤΑΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ



Εγιώ παντώς αγάπουντον που τα μιτσιά μου χρόνια
 

Ητούν το φως μου τζιαι εγλεπά στου βίου τα λαόνια
 

Δίχα χαρκιά τζιαι σύστασες τζιαι αριστοκρατίες
 

Με μιαν φωνήν ατζελικήν έγραψεν υμνωδίες
 

Τζιαι εις τα πέρα είπαν το ήτουν ευλοημένος
 

Εισιεν φωνήν τραντάφυλλον ο κοσμογυρισμένος
 

Έσιει τον ο Τζυπριανός τζιειπάνω πρωταρκάτην
 

Στους κήπους με το Σολωμόν έχουν το αλακάτιν
 

Τα δέντρα της ποιήσεως εχουν τα να τους σιάζουν
 

Να τραουδούν ολήμερίς τζιαι τον Δαυίδ να πνάζουν.

Άνοιξη στη Λεμεσό


Μάρτης μήνας και καθώς ερχόταν η Άνοιξις τα έτη εκείνα τα φτωσικά του ογδόντα η πλάσις εξυπνούσε και τον Κτίτωρα υμνούσε με χρώματα και μυρουδιές αρώματα δωρήματα της φύσης.

Η Λεμεσός αραιά κατοικημένη ακόμα πρασίνιζαν οι χωράφες τα αυτοσχέδια γήπεδα των γειτονιών και οι τερματοφύλακες αναθαρρούσαν.

Θα μπορούσαν εύκολα τώρα να προχωρούν σε αποκρούσεις δύσκολες τα πλοζιόν που λέγαν οι εκφωνητές στα ράδιόφωνα τα Σαββατοκύριακα από το ΓΣΚ το ΓΣΖ και το Τσίρειον στάδιον της Λεμεσού.

Ξεθαρεύαμε και αποφασίζαμε να επιστρέφουμε περπατητοί από το Γυμνάσιο.

Μας έβρισκαν όμως κάτι μπόρες εαρινές και γυρεύαμε κάπου να προστατευτούμε έξω από βιτρίνες κάτω από τις τέντες πουκατω που δεντρά, καμμιάν ομπρέλλαν συνεταιρικήν.

Το έαρ το πρωτινόν με τα ξυπνήματα του μα και τις βροσιές τζιαι τα κρύα του τις εκπλήξεις του.

Μια νίκη του Απόλλωνα.

Ένας παίκτης του Άρη με χορό τρεχαλητό στο γήπεδο.

Μια ταινία στο Σινεμά. 

Μια ανέλπιστη δημοσίευση σε εφημερίδα.

Ένα διήγημα. 

Δυο χαμόγελα.

Ένα βλέμμα μια πρόσκληση.

Η ανθισμένη αμυγδαλιά στις άκρες των χωράφων. 


Μάρτης του 1982....του 1983...
 

Το έαρ του 1984

Διονύσιος Σολωμός, Βασίλης Μιχαηλίδης και Δημήτρης Λιπέρτης


Εις την κηδείαν του Κώστα Μόντη

Την ώρα ακριβώς που ο κόσμος με φωνήν τρεμάμενην απάγγελλέν τον Ύμνον των Ελλήνων μούπαν πως ένας παράτερα ντυμένος με Επτανήσια φερσίματα προσετρεξε μετα θλίψεως και υπερηφανείας
να σου δώκει τον τελευταίον ασπασμόν.
 

Ενώ εκεί έξω από τη θύραν του Άη Γιώρκη
γενειοφόροι και έκπληκτοι ο Βασλης και ο Δημήτρης ανέμεναν υπομονετικά τη δικήν τους σειραν.


Γελαστοί για τον παραγιον του λεπτουργικού εργαστηρίου των που δικαίως αθλήσας τον καλόν αγώναν τον στέφανον της ποιήσεως ελάμβανεν τέτοιαν ηλιόλουστην ημέραν του Κυπριακού Μαρτίου.

ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΛΗΟΡΗΝ ΤΟΝ ΜΑΣΤΡΟΝ ΜΑΣ


ΣΗΚΩΣΕΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Ανταν εξημέρωνεν η μέρα τζιαι το λεφούσιν έφτανεν στο Μασιαιράν.


Έκατσες τζιαι εξανατραούδησες το παλιον τραούδιν του Μακρυγιάννη


Η πατρίς εν καλόν να μάθει ήντα θάνατος τερκάζει της ελευθερίας.
 

Ήντα θάνατον θκιαλέει ο Ελληνας 

σαν ζυάσει τη ζωήν του με τον τρόπον που πολοήθειν ο Λεωνίδας Των Σπαρτιατών τον τρόπον αγάπησα τον που μιτσης.  Τζιαι των βουνίσιων της Κύπρου μας τους τρόπους αγάπησα τους

Παφής εξέβημαν εις τα βουνά αντάρτες...

Τζιαι άψα τους λαμπάδαν σαν έμαθα του φίλου μου τ' Αντρέα τα κάστια.
 

Του μαρτυρίου του τον τρόπον
 

Στις Πλάτρες αλυσωμένος, σιωπητός, σύννους στους βασανισμούς
Αρωτούσαν τον Που εν ο Ζήδρος, ο Γληόρης που την Λύσην


Επότιζεν την γης το γαίμαν του φίλου μου
 

Τζι είπαν πως μου χαμογέλαν πριν να αποθάνει, εναν χαμόγελον που λάλεν "εννα βρεθούμεν πάλε μάστρε, τράβα τη στράταν μας ελάλεν τζιαι ενοιαν μεν έσιεις, ο φίλος σου μόνον μιαν λέξην τους είπεν Ελευθερία, Τζιαι μιαν προσευχήν κόμα πριν των βασάνων το τέλος
 

Παναϊα μου έγλεπε τον μάστρον μας

Πέτε μου τωρά εμπόρηεν ο μάστρος, ο αρφός του Αντρέα Παναγιωτου
 

Ο μάστρος του πατρός τέκνων εκ Πολυστύπου
 

Μες τες πεζίνες καλολουσμένος που ελικόπτερα ξενικά
 

Μες τους τόπους που πολέμησεν της αντζιελοκάμωτης χάριν
 

Αφο δωκεν την ευτζιην του στους τέσσερεις τους αρφούς του
 

Πέρκιμον ζήσουν τζιαι με τα αμμαθκια τους αγρονήσουν
 

Καράφκια νάρτουν της ποσπασιας
 

Εμπόρηεν..
Εν εμπορηεν παρά πάντας αλλον να πράξει πιο ιερόν
Ώρες ολόφωτες που ξηφόθκια ως τες συβράσεις τούν' των βουνών
 

Να πολεμήσει να τραουδήσει τζιαι μια θυσία μες το λαμπρόν

Πέρα στους κάμπους να τους μηνύσω εις τα τραπέζια της Μεσαρκάς
 

Ο αρφός ο μάστρος τουντου βουνίσιου ένας αντάρτης καθηαυτόν

Εν το εκήαρεν το κορμίν του μήτε καρδίαν ελληνικήν
 

Να τους το δώκει να το κραούσειν με μίαν άλυσον ξενιτζήν

Ανταν ενύχτωνεν τρεις του Μάρτη τζει πάνω όμορφα ουρανοί
 

Μεσα στα φώτα με καλόδέχτειν του Πολυστυππου γρουσόν παιδίν.

Καλως τον μάστρον των αδερφών μου Καλως τον μάστρο της Λευτερκάς.

Κάτσε να πνάσεις μάστρε Γληόρη επολοήθειν τζι ο Γιωργαλλάς

Ήμουν χαρούμενος νεπαμένος Έκαμα σήκωσες του Ουρανού.

Μονο γυρεύκω σας κόμα χάρην θκυο λέξεις μόνον του μνημοσύνου
 

Μέραν τζιαι νύχταν ν' αγαπάτε
Ν' αγαπάτε δίχα ψευκιάν
Ελευθερίαν τζιαι λευτερκάν...

Η Παναγία να σας ηγλέπει
Η Δέσποινα μας του Μασιαιρά...


Αντα εξημέρωσεν η ημέρα ακούσα ύμνους χερουβικούς
 

Είπα ακόμα εν εξηάσαν εμάς τους γέρους τους πρωτινούς.

Ο Νικολης ο Κωμοδρόμος της Δρουσιας


Ο Νικολης ο Κωμοδρόμος της Δρουσιας, ο Νικολής του Γιωρκή του Κολά νομίζω, ήτουν θκειος του πατέρα μου.

Μια από τις συγκινητικές ιστορίες που σπάνια ιστορούσε ο μακαριστός ο τζιύρης μου για την πρόνοιαν του Θεού ήτο η εξής:

Μέτα την τρίτη προσέγγιση του καταφυγίου του που τους Εγγλέζους φυγαδεύτηκέ στα δωμάτια του Ψεύτη του Καφετζή... 

Απέναντι στην άκρα του περβολιού του Λανιτείου έμενεν η αγαπητή του θεία, η γιαγιά η Κυριακού.

Και μόνον που ένοιωθεν την παρουσίαν της ένοιωθεν μιαν ζεστασιάν.

Μέχρι αργά το απόγευμα υπήρχε οδηγία να τον οδηγήσουν σε ανταρτική ομάδα.

Ήταν καιρό καταζητούμενος φορτωμένος υλικά και ένα περίστροφο για ασφάλεια. 

Η μόνη του έγνοια τζιαι προσευχή να έβρει έναν τρόπον να ειδοποιήσει την μάναν του την βασανισμένην πως εν ζωντανός.

Άξαφνα έναν λεωφορείον που την Χώραν άφηκεν έναν αδρωπον δυνάμενον με τους ποξιάες του τζιαι μιαν βαλιτσούαν.


Επέζεψεν ο άδρωπος τζιαι έκατσεν στον καφενέν του Ευριπίδη του Ψεύτη, μυθικού φύλακα αγγέλου των σαμποτέρ μα και στηρίγματος πολλών παφιτουθκιών που έφτανναν στην Λεμεσόν μόνοι μονότατοι. 

Ο τζιύρης μου έμεινεν τζιαι εθώρεν τον. 

Ούλλα του ήτουν Παφίτικα.

Άμαν εδιάταξεν τον καφέν άκουσεν τον που την κράνηχτην την πόρταν είδεν τον καλάν.

Τούτον το πλάσμαν του Θεού εν που την Λαόναν, εν Δρουσιώτης.

Εκοντοστάθειν εις την πόρταν...  Να δει να τον δει κατα πρόσωπον...

Χριστέ μου ήτουν ο θκειος του πού 'ταν εις τα κρατητήρια.

Σαν έρεσσεν ο Ευριπίδης να πάρει τον καφέν λαλεί του μάστρε Ευριπίδη "Θκειε πε τζειν' του αδρώπου να ρτει να του πώ".  "Ε Νεόφυτε ήνταπου'παθες;"  "Με φοάσαι Ευριπίδη εν ο Θκειός μου εν της ΕΟΚΑ ήτουν εις τα Κρατητήρια".
 

 Η συνέχεια εν περιγράφετε.

Ο γίγαντας των σιδέρων που μόλις εφκέειν που τα Κρατητήρια τζιαι επάεννεν εις το χωρκόν με την γραμμήν εσφιχταγκάλιασεν το γαίμαν του.

"Νηόφυτε μου γιούλλη μου. Είσαι καλά...;"

Έτσι έμαθεν η γιαγιά μου η Αννεζου η πολλοβασανισμένη πως ο γιος της σώος έφκαιννεν εις τα βουνά αντάρτης ύστερα που τόσες καταδιώξεις.

Γερός τζιαι δυνατός.

Ο θκειος του ο Νικολής άννοιξεν ξανά την άλλην μέραν στο κωμοδρομιόν.


Άντεξεν τα βασανα τις ανακρισεις τις κρατήσεις τα Κρατητήρια τα μαρτυρικά βράδυα μακρά που το χωρκόν του μες τες παρακκες φυλακες για να ζήσει τζιαι η Λαόνα ελεύθερη που τους αλύσους.
 

Τούτοι ήτουν οι αδρώποι της φωθκιάς τζιαι των μετάλλων που ταν αγκωνάρκα της ελευθερίας.

Ένας γίγαντας σιδεράς πολλοτεχνίτης κωμοδρόμος Ήφαιστος κανονικός τζιαι έναν κοπέλλιν θερμαστής μάστρος της φωθκιάς τζιαι των υλικών δολιοφθοράς.
 

Περιττόν να γράψω πως εν εκαταδεκτήκαν έναν μιλίμιν για όσα εθυσιάσαν. 

Επολλήναν όμως μιαν αρκογκιάν περίτου.

Ήτουν το δώρον των βασάνων τζιαι της χάρης τ Άη Πιφάνη που τους έγλεπεν....


Ήταν ούλλον το απόγευμαν ταραγμένος.

Εκατσεν να θκιαβάσει ξανά τον βίον του Αντρέα Παναγιώτου που τον Πολύστυππον.

Εν εμπόρεν.

Που την ώραν που τουβαλεν ο άγγονας του να δει στο κομπιούτερ το οπιτιουαρι για τον Σέιφ έμεινεν ξηστικός.
 

Μίλα ρε παππού.

Τωρά που ήβραμεν το κοπέλλιν που γύρευκες.
 

Ήντα που να πω το γιον μου.

Σαν να τζιαι θωρώ τον ομπρός μου να αννοίει την πόρταν του τζιελιου να με τραβα τζιαι τζιαμε στη θύραν την εξώπορτάν να με σύρνει γεματωμένον μες τα σιόνια.
 

Μα τουτον το σερ που γράφει ομπρος που το όνομαν του ήντα πα να πει γιούλλη μου.
 

Τιμή μεάλη παππού.

Ετιμήσαν τον πολλά.

Πρέπει να ταν μεάλος τζιαι τρανός εις τους τόπους τους.
 

Βασανιστής ήτουν γιε μου.  Σκληρός άθρωπος.  Εσκότωσεν τον Αντρέαν τον καλοσυνάτον τον εμπιστον τον τροφοδότην τ' Αυξεντίου.

Νομίζω τζιαι το Νίκον Γεωργίου τον άδρωπόν του Θεού.  Με τες κλοτσιες του.


Είδεν τον που μιαν αναμεσιάν του τοίχου στα πάνω τζιελλιά ο μακαρίτης Γιώρκος...Εφώναζεν ο Γιώρκος μα που να ακούσει ο σκοτεινός ο ακαρτος.Αν ήτουν παλληκάριν ηντα δερνεν τους αλυσομένους.

Ε παππού μα κλαίεις;
 

Θκιαβάζω γιε μου τες προκοπάες του.  Εβασανιζεν κατά παντου της γης....

"...Τζαμάικα"




Ακουα το πρωί την Τζαμάικα και θυμήθηκα τον Σίμο να το τραγουδα με την κιθάρα του.

Στο δωμάτιό του τότε που φτιάχναμε τα πρώτα μας τραγούδια και τρέχαμε να προλάβουμε τες αγάπες μας που ήταν πολλές.

Φλίππερ αθλητικές εφημερίδες.

Πρωταθλήματα στη Σαϊπάρκο και τα Εφτά Γήπεδα.

Αρμενίζαμε σε ένα πέλαγος όμορφο παθιασμένων διακονημάτων και ενδιαφερόντων...

"Την Κυριακή εννα πάμε στο Καλόν Χωρκόν, έχουν τα κεντρα νεότητος φεστιβάλ".  "Πάλε εννα τους πελλάνει ο Ρένος στο σκάκιν..."