Εναρετόν βεβαίως και πρώτον το αγαπητικόν και ανιδιοτελές....
Εσύ στους ουρανούς.
Εμείς να παραλαμβάνουμε τιμές που σου άξιζαν.
Από το 1955 στις μαθητικές ομάδες της Πόλεως Χρυσοχούς του ηρωικού
Γυμνασίου.
Ύστερα συνεργάτης με τους τρεις ήρωές του Νέου Χωρίου
Ύστερα
με τους Σαμποτερ της Λεμεσού.
Κατόπιν με ανατιναγμένο σπίτι
καταζητούμενος αντάρτης.
Στο βουνό με το Σοφοκλή και τον Λούη....
Με τον Νεοκλή που τόσο σε αγαπούσε.
Με την οικογένεια Νούρου που σε λάτρευε.
Μετά την Ανεξαρτησία στην Παγκύπριά Ένωση Αγωνιστών να σηκώνεις την ευθύνη μιας επαρχίας.
Στιγμές μοναξιάς και διωγμών.
Το 1964 για εκπαίδευση με τους πρώτους στον Κακομάλλη.
Εθελοντής από
τους πρώτους μαζί με τον Αντρέα Κουζουπή.
Το 1968 υπεύθυνός σε εκλογικό
Κέντρο εκπρόσωπός του ΔΕΚ.
Ανάγκη η Δημοκρατία έλεγες αλλά με ευγένεια
και σοβαρότητά.
Στέλεχος της ΣΕΚ στο Κεραμείο Λεμεσού.
Ύστερά για χρόνια στις επιτροπές Ταμείου Προνοίας.
Για χρόνια φίλος, υπάλληλός και κατόπιν συνεργάτης με το σοφό βιβλιοπώλη
και ευπατρίδη Αντρέα Ιωαννίδη.
Για το καλό βιβλίο και τη φιλαναγνωσία.
Στην αντιπολίτευση ήσουν πάντα υπεύθυνός.
Μου έλεγες πως δεν πίστευες στην εμφύλια βία.
Το 1974 στον πόλεμό να σώζεις κόσμο εκεί στη Λεμέκο με την Πολιτική
Άμυνά.
Ύστερα στην υποδοχή των προσφύγων στη γειτονιά μπροστάρης στην
αλληλεγγύη με την ταπεινή σου σύντροφό.
Νηφάλιος στους άδικούς διωγμούς.
Στις πολλές δοκιμασίες με απίστευτή αξιοπρέπειά.
Να μεριμνάς για τους άλλους.
Χωρίς ένα τόσο δα παράπονό.
Μόνο σιωπή.
Καμμιά κατάκρισή.
Μόνο έφευγες συχνά για τη Δρούσια, τον τόπο που σε
ξεκούραζε.
Λίγες μέρες πριν φύγεις μου είπες χαρούμενός
"Είμαι ευχαριστημένος απο τα παιδιά μου".
Και κατοπινά εύχαρης μου θύμιζες τα παιδικά μας διαβάσματα και τα ακρώνυμα που μου μάθαινές.
Σε μια μεγάλη οικογενειακή μας δυσκολία με φίλησες και είπες
"Ο αγώνας συνεχίζεται γιε μου" και μου χαμογέλασες.
Όταν ταξίδεψες για τους ουρανούς ο Αντρέας Κουζούπης ο Ομαδάρχης σου
στους σαμποτέρ και στις Κατασκευές βομβών συνεχειά μας επαναλάμβανέ
κλαίγοντας
"Δεν ζήτησε και δεν πήρε τίποτε. Τίποτε... Ήταν ανάργυρος"
Χρειάστηκα χρόνια έρευνας για να βρω πως εκει που στις πήγες του Αγώνα
έγραφε ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ή Παναγιώτου κρυβόταν ο πατέρας μου.
Όταν
σε ρώτησα επίμονα κατάλαβα πως για κάποιο λόγο βαθιά κρυμμένο στην
καρδιά σου δεν ήθελές δόξες και τιμές.
Την οδό της Αγάπης και της θυσίας
ήθελές...
Μονάχα μια φορά ήσουν επιτακτικός μαζί μου.
Στα δεκατρία
όταν κάποιος φλυαρούσε ασεβώς για το Χριστό και την Ορθοδοξία αφού
εξέφρασες με θάρρος και ευγένεια τη διαφωνία σου.
Όταν πήγαμε σπίτι μου
είπες πατρικά
"Προσεχε από αυτόν τον άθεο στη δουλειά".
Μας ήθελες του
Χριστού, με εκείνο τον έμορφο τρόπο της Δρούσιας του Θείου σου του
σεβασμιού ιερέα και του Αργύρη Πασαπόρτη του ψάλτη της Δρούσιας που σου
πρωτοδίδαξε την προσευχή και την αγάπη για το βιβλίο.
Τα ανωτέρω τα
γράφω καθηκόντως χωρις να επιθυμώ να κλέψω τιμές που σε άλλον
ανήκουν.
Μα και για την αγνοημένη αλήθεια πως στον αγώνα ύπηρξαν νέα
παιδια που έμειναν δια βίου ανάργυρα δημοκρατικά και ευγενη ως τα
γεράματα τους.
Εθνικόν προτίστως το αληθές και το διακριτικόν.
Εναρετόν
βεβαίως και πρώτον το αγαπητικόν και ανιδιοτελές.