Ήταν ούλλον το απόγευμαν ταραγμένος.

Εκατσεν να θκιαβάσει ξανά τον βίον του Αντρέα Παναγιώτου που τον Πολύστυππον.

Εν εμπόρεν.

Που την ώραν που τουβαλεν ο άγγονας του να δει στο κομπιούτερ το οπιτιουαρι για τον Σέιφ έμεινεν ξηστικός.
 

Μίλα ρε παππού.

Τωρά που ήβραμεν το κοπέλλιν που γύρευκες.
 

Ήντα που να πω το γιον μου.

Σαν να τζιαι θωρώ τον ομπρός μου να αννοίει την πόρταν του τζιελιου να με τραβα τζιαι τζιαμε στη θύραν την εξώπορτάν να με σύρνει γεματωμένον μες τα σιόνια.
 

Μα τουτον το σερ που γράφει ομπρος που το όνομαν του ήντα πα να πει γιούλλη μου.
 

Τιμή μεάλη παππού.

Ετιμήσαν τον πολλά.

Πρέπει να ταν μεάλος τζιαι τρανός εις τους τόπους τους.
 

Βασανιστής ήτουν γιε μου.  Σκληρός άθρωπος.  Εσκότωσεν τον Αντρέαν τον καλοσυνάτον τον εμπιστον τον τροφοδότην τ' Αυξεντίου.

Νομίζω τζιαι το Νίκον Γεωργίου τον άδρωπόν του Θεού.  Με τες κλοτσιες του.


Είδεν τον που μιαν αναμεσιάν του τοίχου στα πάνω τζιελλιά ο μακαρίτης Γιώρκος...Εφώναζεν ο Γιώρκος μα που να ακούσει ο σκοτεινός ο ακαρτος.Αν ήτουν παλληκάριν ηντα δερνεν τους αλυσομένους.

Ε παππού μα κλαίεις;
 

Θκιαβάζω γιε μου τες προκοπάες του.  Εβασανιζεν κατά παντου της γης....