Η γιαγιά μου εις τη Δρούσιαν έκαμνεν κάτι κιοφτέδες με τα παλλιά τα κορνμπιφ που είσιεν τα χρόνια φυλαμένα παστο ραφούιν το κτιστόν του σόσπιτου.
Ήτουν μούσκος.
Εμπόρεν να κάμει πέντε τηανιες εχάνουνταν.
Τότες εν έβρισκες κεϊμάες εύκολα.
Είσιεν ελαλούσαν τζιαι έναν πόλιπιφ που έγραφεν πόξω ελληνικά ΜΟΣΧΟΣ ΣΙΤΕΥΤΟΣ.
Χρόνια μες τους καφενέες εσυναφέρναν τον για καλόν μεζέν.
Ετρώετουν τζιαι με την κόρταν το ψουμίν τζιαι στο τηάνιν τζιαι ψιλοκομμένο μες τους κκιοφτέδες με καπήραν αλεσμένην με τες μυρωθκιές του χωρκού με την πατατούα την καλοτριμμένην.
Η γιαγιά μου η Σοφρωνία έκαμνεν τζιαι μιαν σαλάταν με γλιστιρίαν τοματαν κρομμύδιν της Αθκιας αγγουράκια που τες φρακτάες μας καππάριν...
Τζιαι στο τραπέζιν ευπροσδεκτος όποιος έρεσσεν πόξω που το σπίτιν μας για τα ππιούρκα τζιαι το σπίτιν της θείας της Μαρούλλας τζιαι του θείου του Αντρέα που ήταν το τελευταίον του χωρκού.
"Να φέρεις τζιαι θκυο πόλιπιφ που την Συνεργατικήν!"

