Νεοφυτος Πεγειωτης

Από τη ΔΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΚΑ

Κατόπιν, περί το έτος 1952 ή 53, ενεγράφει εις το Γυμνάσιον της Πόλεως Χρυσοχούς όπου ζει πλέον στο ενθουσιώδες κλίμα των ενωτικών προετοιμασιών και των κινητοποιήσεων της Πόλεως Χρυσοχούς. 


Με το ξέσπασμα του αγώνα μετέχει ως επικεφαλής στις μαχητικές μαθητικές διαδηλώσεις.

Σύμφωνα δε με μαρτυρία συμμαθητού του, ήταν ο αξιοθαύμαστος μπροστάρης σημαιοφόρος των μαχητικών κινητοποιήσεων. 

Επιπρόσθετα μετέχει σε ποικίλες δραστηριότητες της τοπικής δράσεως της ΕΟΚΑ για τις οποίες γνωρίζουμε λιγοστά από τη μεγάλη του αδελφή. 

Ο ίδιος ομολόγησε μόνο μια φορά έξω από σπίτι στο Προδρόμι: «Εδώ έμενε ένας παππούς που ήρθε από το Κάϊρο και μας βοήθησε πολύ. 

Όταν τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν λάβαμε όλοι μέτρα για να αποφύγουμε τη σύλληψη, Όμως ο παππούς δε λύγισε, δεν πρόδωσε και γλυτώσαμε.» 
Γνωρίζουμε επίσης από έμμεση πληροφορία ότι οΤούρκος αστυνομικός Λισανής, στυγνός κατόπιν βασανιστής του Ευαγόρα Παλληκαρίδη είχε προειδοποιήσει τον πατέρα του, Ττοουλή, ότι ο Νεόφυτος είχε «κακές παρέες». 

Κακές παρέες ήταν το στέλεχος της ΕΟΚΑ Στυλιανού Γεώργιος και οι άλλοι δύο ηρωομάρτυρες του Νέου Χωρίου, Γεώργιος Αναστάση και Βάσος Παναγή.
 

Κατά την περίοδο αυτήν η οικογένεια του χειμάζεται από 
πειρασμική δυσκολία η οποία προοδευτικά θα οδηγήσει σε απαρφανισμό, μετά την αποχώρηση του πατέρα από την οικογενειακή εστία. 

Η δοκιμασία αυτή τον λυπεί ιδιαίτερα και σταδιακά θα τον επιφορτίσει με ποικίλες ευθύνες προστασίας της μητρός και των μικρότερων αδελφών του. 

Καθήκον που θα επιτελέσει αγόγγυστα επί δεκαετίες, ενώ με αυτοθυσία θα αποφεύγει να κατακρίνει τον πατέρα του, μέχρι την τελευταίαν στιγμή του βίου του.
 

Περί τα τέλη του 1956 αρχής του 1957 αποφασίζει να μεταβεί στη Λεμεσό. 

Η μετακίνηση αυτή είναι συνδεδεμένη με δυο εκδοχές. 

Το σίγουρο είναι το γεγονός ότι μετά την εκτέλεση του Λισανή, σύμφωνα με μαρτυρία της αδελφής του, οι Βρετανοί τον αναζητούν αλλά διαφεύγει. 

Αρχίζει να χρησιμοποιεί το Νεόφυτος Χριστοδούλου ως ονοματεπώνυμο, αντί το Νεόφυτος Πεγειώτης, γεγονός που θα τον σώσει, όταν θα καταζητηθεί και θα δυσκολέψει τους Άγγλους στην καταδίωξη του.
 

Στην Λεμεσό θα ενταχθεί και πάλιν στη δράση της ΕΟΚΑ, παράλληλα με τον αγώνα επιβίωσης και βιοπάλης σε μια πόλη εν πολλοίς άγνωστη του. 

Μετά από έρευνα έχουμε, σε ένα πρώτο περίγραμμα, σχηματοποιήσει τη δράση του, για την οποίαν δεν ομιλούσεν συχνά. 

Λιγοστά μας είχε πει, κυρίως προς φρονηματισμό και κατόπιν πιέσεως. 

Ήθελε να δημιουργεί την εικόναν του απλού μέλους, ενώ για κάποιες από τις αποστολές του δεν μίλησε ποτέ, ιδιαίτερα για τις παράτολμες ενέργειες του, για τις μεταφορές χειροβομβίδων, για τις συνεχείς κατασκευές βομβών, για τις μαχητικές ομάδες σαμποτέρ, το ρόλο του στη δημιουργία κρυπτών. 

Για τις πάμπολλες νυχτερινές, εν κρυπτώ ενέργειες, σιγούσε ευσυνειδήτως. 

Οτιδήποτε θα τον μετακινούσε από την ιδιότητα του άγνωστου μαχητή πόλεως σε δόξες και τιμές και υπέρ-προβολές το απέφευγε ενσυνείδητα. 

Όταν ολίγον καιρόν προ του θανάτου του, γείτονας του καφενείου και των ενοικιαζόμενων δωματίων του «Ψεύτη», θα του ομολογούσε κατ΄ιδίαν πως παρακολουθώντας μικρός αυτός από το παράθυρο, τα απέναντιορμητήρια, γνώριζε και θυμόταν νυχτερινές ενέργειες και εξόδους που σοβαροί μετρημένοι με τον αγαπητό του συναγωνιστή Αντρέα Κουζουπή, ωσάν σκιές με μεγίστη σοβαρότηταν ενεργούσαν, θα τον τραβούσε στην άκρη της καλοκαιρινής αυλής του νυχτερινού λαϊκού εστιατορίου- καφενείου. 

Θα ομιλούσαν για ώρες. Έκπληκτος από τη γνώση του νυχτερινού τότε παρατηρητή και συγκινημένος θα του ομολογούσε: «Κύριε Γιώργο, γι΄ αυτά ούτε τα παιδιά μου δεν γνωρίζουν».
 

Θα συνομιλούσαν ακόμη λίγο και εν κατακλείδι θα έλεγε στον συνομιλητή του, γιο του πωλητή παγωτού που ήτον παράτολμος μαντατοφόρος της ΕΟΚΑ.
 

Θα του έλεγε συγκινημένος, με τη γνωστή αρχοντιά του: «Εμείς γιε μου επράξαμε το καθήκον μας».
 

Στη Λεμεσό ο Νεόφυτος Πεγειώτης θα συνεργαστεί με τον Ανδρέα Κουζουπή ο οποίος θα τον μυήσει εις την τοπική δράση της ΕΟΚΑ τον Φεβρουάριο του έτους 1957. 

Μαζί θα εργαστούν εν συνέσει και αγάπη μέχρι τη σύλληψη του ομαδάρχη του Ανδρέα Κουζουπή, κατά τη διάρκεια του ανθρωπομαζώματος του έτους 1958. Αρχικό ορμητήριο τους, το σπίτι του Ευριπίδη Κυριακίδη, (Ψεύτη) ευρισκόμενο επί της Λεοντίου Α΄(τώρα Λεωφ. Μακαρίου του Γ΄). 

Εδώ ο Κυριακίδης διετήρει καφενείον- ενοικιαζόμενα δωμάτια που παρείχε την αναγκαία κάλυψη των επαναστατικών δραστηριοτήτων. 

Έναντι του μικρού ορμητηρίου σε μικράν σχετικά απόσταση ζούσε η αγαπητή γιαγιά Κυριακού ο κεντρικός κλάδος των εκ μητρός συγγενών του εις Λεμεσό. 

Πρόσωπον οσιακόν το οποίον έπαιξε σημαντικό, αθόρυβο ρόλο εις τον εν προκοπή και σύνεση βίον του εις την πόλη της νέας Αμαθούντας. 

Τον ενουθέταν δια του θυσιακού παραδείγματος της, τον συνέδεσε με όλους τους παροικούντες εξ αίματος συγγενείς τους, δια να βιώνει την αναγκαία αγάπη και συμπαράσταση. 

Τον προέτρεπε να συναντάτε και με την άλλη γιαγιά που ζούσε στην πόλη, την γιαγιά - Μαρία η οποία κατοικούσε εις το άκρον της πόλεως με τις κόρες και τα εγγόνια της.

Εδώ κατοικούσαν και οι εξαδέλφες του, Νίκη και Φροσούλα, πρόσωπα με σημαντικό ρόλο στη διάσωση του, κατά την περίοδο της καταδίωξης του.
 

Καθ’ ολόκληρο το έτος 1957 θα εργαστούν ως ομάδα με τον Ανδρέα Κουζουπή, τον Νίκον Κουζουπήν και μια σειράν άλλων συνεργατών. 

Εις την αναφορά, τόσον του ιδίου όσον και ενός ακόμη της ομάδας σαμποτέρ, μνημονεύονται οι πιο κάτω μετέχοντες εις την ομάδα δολιοφθορέων καθώς και άλλοι συνεργάτες: Νίκος Κουζουπής, Ανδρέας Κουζουπής, Α. Κενεβέζος, Τάκης Προκοπίου. Πάμπος Παπαδόπουλος, Χαράλαμπος Θρασυβούλου. 

Λουκάς Κυπριανού, Ανδρέας Αυγουστή, Πάμπος Γεωργιάδης. Μελής Κανάκης, Πετράκης Αναστασίου και Ανδρέας Βαρναβίδης.
 

Από συζητήσεις που είχαμε, τόσο με τον ίδιο, όσο και παλαιότερα με τον ομαδάρχη του, εδιεφάνει η μυστική συνεργασία της ομάδας με τον διευθυντή του Κεραμείου Λεμεσού Γεώργιο Δημητριάδη, μυθικό κατασκευαστή όπλων για την ΕΟΚΑ, ακραία αποτελεσματικό και επινοητικό μηχανουργό. 

Κοντά του, ο Νεόφυτος Πεγειώτης θα εκπαιδευτεί ως θερμαστής κεραμείου, υπό την εποπτεία ειδικών εκπαιδευτών και σύντομα θα εξελιχθεί στον καλύτερον θερμαστή του νησιού, γεγονός που θα τον βοηθήσει στη στήριξη της χειμαζόμενης οικογένειας του, αλλά και θα τον θωρακίσει με ειδική τεχνογνωσία περί της εκρηκτικής συμπεριφοράς των υγρών και στερεών εύφλεκτων υλικών, γνωσιολογική θωράκιση, πολύτιμη για την ΕΟΚΑ. 

Ο Δημητριάδης θα επιτρέψει την κοπή βλημάτων στο εργοστάσιο, αφού θα ενεργοποιήσει θορυβώδεις μηχανές εν μέσω της νυχτός δια να αποκρύψουν τη συνεχή εργασία του κόφτη μετάλλων. 

Μετά από τη νύχτα αυτή ο Δημητριάδης θα παρατηρεί άγρυπνα τον νεαρό αγωνιστή και κατά την δύσκολη στιγμή της διαφυγής, θα τον ενισχύσει οικονομικά και θα τον προειδοποιήσει για τις δυσκολίες και τους κινδύνους της περιόδου κατά την οποίαν θα συνέχιζε την επαναστατική δράση ως καταζητούμενος μαχητής εντός της πόλεως.
 

Κατά την περίοδο της συνεργασίας με τον ομαδάρχη του Ανδρέα Κουζουπή θα διαχειριστούν μαζί ποικίλα ζητήματα συνδεδεμένοι με τη φύλαξη υλικών κατασκευής βομβών, τη μετακίνηση τους, την ασφαλή τους φύλαξη, τη μεταφορά χειροβομβίδων και οπλισμού.
 

Σε αυτή τη φάση θα συνεργαστούν με τον Νεοκλή και την Ελένη Χριστοφορίδου οι οποίοι θα τους παραχωρήσουν χώρο για τη φύλαξη των υλικών τους. 

Ο Νεοκλής κατάγεται από τη Δρούσια από τη ξακουστή στη Λαόνα οικογένεια Χριστοφορκά. 

Είναι ο υιός του αναδόχου του Νεόφυτου. 

Τους συνδέει βαθύς πνευματικός δεσμός που θα κρατήσει μέχρι το τέλος του βίου του. 

Ο Νεόφυτος Χριστοφορκάς είχε επιλέξει το 1939 να δώσει στον βαφτιστικό του το όνομα Νεόφυτος κληρονομώντας του τη μεγάλη του αρχοντιά και την αγάπη του ασκητή της Εγκλείστρας.
 

Ο Νεοκλής και η Ελένη, θα τους στηρίξουν ποικιλοτρόπως, μέχρι τη δημιουργία της εργομετρικά και ειδικά, πολύ-αναζητούμενης, κατασκευασμένης κρύπτης εύφλεκτων υλικών της οδού Ευριπίδου παρά την Β΄ Αστική Λεμεσού, σε ένα από τα δυο ενοικιαζόμενα δωμάτια που εκμισθώνει ο Νεόφυτος και οι συναγωνιστές του μετά από την ανάγκη δημιουργίας και νέου ορμητηρίου εκτός από αυτό της Λεοντίου Α΄.
 

Στην οδό Ευριπίδου θα εργαστούν με άκρα μυστικότητα νύχτα και ημέρα οι δυο δολιοφθορείς και κατασκευαστές βομβών. 

Ο ομαδάρχης Ανδρέας Κουζουπής και ο έμπιστος συναγωνιστής του Νεόφυτος Πεγειώτης. 

Στόχος η δημιουργία οπλισμένης με σκυρόδεμα κρύπτης, ελεγχόμενης θερμοκρασίας βάθους 1.5 μέτρων. 

Μια εργασία που θα κρατήσει μέρες και θα στεφθεί με επιτυχία μετά από μύριους κινδύνους. 

Και όλα αυτά χωρίς να δοθεί η παραμικρή υποψία στην καλή οικοδέσποινα και στους περίοικους.
 

Τα υλικά (χώματα, μπάζα) μετά το αργό σιγαλινό σκάψιμο θα μεταφέρονταν με το αυτοκίνητο του Κουζουπή. 

Ενώ θα μεταφέρουν με προσοχή εντός του δωματίου όλα τα αναγκαία για την οικοδόμηση και τη θωράκιση των τοιχωμάτων.
 

Όταν συν Θεώ θα οικοδομήσουν τα τοιχώματα θα μεταφέρουν τα υλικά από την κρύπτη του Νεοκλή και κυριολεκτικά θα ανακουφιστούν όταν εναποθέσουν από πάνω την πλάκα του περίτεχνου σφραγίσματος.
 

Νέες όμως περιπέτειες και κίνδυνοι θα τους αναμένουν...