Αμαν εμαθασην οι λας πως ήμουν των γραμμάτων
πολλά εν που μου δώσασην αντίδωρα πραμάτων
που στερήθηκα που πήα νιούλλικος εις την ξένήν
αγάπην,λόον τζιαι καλά μιαν τράπεζαν στρωμένην
Εφτασα εις τη Λεμεσόν ενας γραφιάς Βασίλης
που ξερεν τζιαι εζωγράφιζεν ούλλες τες ομερφκιες
Εβάρτησαν να με καλλιούν εις τα αρκοντικά τους
να απαγγέλω ελευθεριάν εις τα ελλήνικά τους
Μα χα καμόν που τα παλλιά να έβρω στη φωνήν μου
κατι πλουμιά τσας πρωτινά τζιαι για την ποίησην μου
Μιαν νύχταν είπα π ανωρις γραφτα να τραουδήσω
Ήρταν οι λέξεις ήβραμε τζι είπα με τούτην εννα ζήσω
Μια ποί ηση τουν πρωτινή που χρόνους του Ομήρου
με πράξεις του Ησιοδου τζι αλέτριν του Ζεφύρου
με λόους του Τζυπριανού τζιαι φως του Αποστόλου
Σε στράτες της Αγιαναπάς τζιαι κρίμαν νου αιπώλου
