Από το πολυετές ταξίδι στο Παρελθον
 

Η Κύπρος του 1964

Το λιγκρίν 



Εις την χωράφαν του Καθητζιώτη, καρτζιν που το πατρικόν μου της θρυλικής οδού Τροόδους, εστείναμεν τον Σεπτέμβριον μήναν (όταν πλέον κανένας καλός Σαμαρείτης δεν μας έπερνεν θάλασσαν) το διεθνές και άνετον γήπεδον δια το λιγκρίν.

Η τοπική εθνική είχεν σταθερούς παίκτες: Νίκος Κουσιουμής, Μάριος Φιλίππου, Αντρέας Χαραλάμπους, Αντώνης Γεωργίου Βλάσκος, Ντίνος Τσιαλής και εκτακτως ο Χριστακης Παναρετου ο ματσουκάρης από την οδόν Ρώμης.


Μετά το σχολείον λιγκρίν και λίγκρα επαίρναν φωθκιάν.


Υπήρχαν και μερακλήες που εφέρναν δικήν τους λίκραν.

Από τους παλλιους της χωράφας εμάθαμεν να μεν δεχούμαστεν ομάδαν που επιμένει στο δικόν της λιγκρίν.
 

Συνήθως τα ντέρπυ λιγκριού επαιζούνταν εις τες λεπτομέρειες: πόσον καλοι ήταν κάποιοι στον ππουφουρόν, πόσον εκουτσούσιαν οι συμπαικτες σου τζιαι αν είσιες τσιάκκον να πιάννει λιγκρίν εις τον αέραν.

Με τον τζιαιρόν εκατάλαβα πως αν η ομάδα δεν ενευρίαζεν δεν έχαννεν.

Γι αυτον εισιεν κατι παμπόνηρους που εκάμναν το πας να μας τσακρίσουν να μας κιστήσουν να κουτσούμεν αέραν στο γάμον του Καρακιόζη να μας νικούν.

Με τον τζιαιρόν εμάθαμεν εγίναμεν σαν τον Τάσον της ΑΕΚ ψυχραιμοι τζιαι σπάνια ετρωαμεν τες....
"Μιαν σουμάδα θκειέ Κυριάκο"...




άκουες που το Καφενείον του Βοσκού.

"Θκυο σουμάδες θκεια Δεσποινού" η φωνή στον Καφενέν της Εκκλησιάς του Καπηρκάσιη.

"Θκειέ Σπυρή τρεις σουμάδες τζιαι θκυο σακομιλιές" αντήχούσεν ο πάνω Καφενές του Σπύρη του Καννίδη.

Αχ σιειμώνες της Δρούσιας με τα ζεστά τους, μες τους καφενέες που είχαν σόπες τζιαι καρκιές κόμα ζεστές, σαν τες σουμάδες τους τες περιποιημένες.
Το μεγάλο λεωφορείο No. 17 εξεκίναν ξανά πεντε τζιαι μισή έξι παρά εξω που το Καφε Καμπάνα για τον Ύψωνάν


Ήταν γεμάτον ζωήν.

Με τους αδερφούς Νεοφύτου, τον Κύπριανου Κυριάκον, τον Πάμπον Χριστοφόρου, την Γεωργίαν, την Στέλλαν, την Φυτούλλά, τον Χρυσανθόν Οικονόμου, τον Πέτρον, την Τζίναν, τους αδερφούς Φραγκούδη (πριν να πκιαν μοτόρες), τον Κυριάκου Κυριάκον, τον Έλληναν, τζιαι τόσους άλλους που εν τους αθθυμούμε πκιον. 

Οι στάσεις του ήταν πολλές:
Μια απέναντι που του Τσολλια δίπλα που τη δισκοθήκην Γουάκον,
μια κόντα στην Πυροσβεστικήν κοντα στο Καφε Χελαντέ,
μια άλλη μέτα τα Φώτα του Συμιλλίδη,
κοντα στο πόστο του σαντουιτση με το μπλε αμαξούιν του Κουνούνη νομίζω (που έκαμνεν που τα χαράματά τα πασίγνωστά σάντουιτς κοτόπουλλον).
 

Ούλλον λεωφόρον με στάσεις, επκιαννέν τελικά οδόν Πάφου, έκαμνεν θκυο στάσεις τουλάχιστόν στον Μονοβόλικόν, για να μπει στον Ύψωνάν σίουρα μετά τις έξι.
 

Μεγάλη περιπέτεια να έρκεσαι τζιαι να παέννεις στο Αθηναίδειόν που τον Ύψωνάν.
 

Πάντως ήταν μάλαμαν τα Υψωνιάτικά στο σκολείον μας
 

Για το Νο.16 εννα γράψουμεν άλλην νύχταν...
Από τα παλαιά μου ποιήματα...

Τότε που νέος γύρευα ανάπαυση στο Άγιον Όρος της απλότητος του 1991

Λλίην τασιήν νάχαμεν με το ψουμίν ήταν να μαστεν βασιλέες


Να βάλουμεν στους χούμους μας καθώς και λίγες ελιούες.



Να φέρεις τζιαι τζιτρόμηλα, αλάτιν του Ακάμα λεσμένον στον σιερόμυλον ώσπου καλά να σάσει.

Να ξυσειλούν οι αλατέρες τζεινες μ έναν σιερούιν τζιαι θκυο χουφτούες γυάλλενες με άρωμαν θαλάσσης.

Τζιαι κάτι σκόρτους δυνατους που τζείντο περβολούιν να κόψουμέν μες τες ελιές τες φέτινές που τσάκκισεν η θκειά μας.



Τζιαι κολλιαντρον καλολεστον τζιαι λλίον λεμονούιν.



Με στο λαδούιν το καλόν που τες ελλιές του Βασιλόκαμπου τζει κοντα στα Μοναστήρκα κάτω που το λάκκον πκιο κατώ που τον Άην Γιώρκην τον Νικοξυλίτην...

Άμαν σου μηνίσκουν γιε μου ψουμιά λλίων ημερινών...


να τα κόφκεις μιτσια μιτσια τετραγωνούθκια κομματούθκια μιτσια όπως έρτουν.

Να τα βάλλεις σε μιαν λαμαρινούαν έναν σινούιν να τα καπηρκάζεις μες το φούρνον, να μεν τα κρούζεις τέλλια όμως.

Να τα σηρβίρεις με τες σούππες έσσω.

Μαζίν τζιαι ελλιές μαύρες, όπως τους παλλιούς τζιαιρούς εις τα μαειρκά.

Να τες βάλλεις τες καπηρούες μες τη σούππαν την λουβαναν να τραβούν τζιαι να τες τρώεις με το κουτάλιν το μεγάλον γεμάτον λουβάναν τζιαι καπηρούαν.

Άλλοι βάλλουν τζιαι τζιτρόμηλον κώφκουν το τζιαι στάσσούν της σούππας σαν το λεμόνιν τζιαι λλίον άλας.
 

Οι καπηρούες εν ηστοιχίζουν ααλά πλουμίζουν το τραπέζιν τζιαι τη γεύσην.

Άμαν εν κρυάδα πάει της σούππας τζιαι λλίον κρασούιν τζιαι καλή παρέα.  Χαρούσιμή με αγάπην παλλιάν..
Το μαειρκόν

Ήτουν έναν κοντάριν δυνάμενον που την μιαν ακραν της νησκιας ως την άλλην έμφορτον με χριστουγεννιάτικά τιμαλφή της κυπριακής χωρκάτικης μαγειρικής.

Σαρτζιερα, λούντζες κρασάτες, λουκανικα μυρωδάτα, καρκαλαμιες κρασάτες τζιαι ψηλά πάνω δημμένον καλά το λαρτήν για τες ώρες της κρυάδας.

Νάκκόν τζιθε μέρου μες τες φύζες τες παλλιές τα παστά (περικλειστα στο αγνόν ζωικόν λίπος των βουνών μας, ανευ εισαγωμένων φαρμάκων και άλλων τεχνικών του ππαρα).

Τότες τα μαειρκα της Δρούσιας και της Κύπρου ήταν πλουμισμένα με μιαν αυθεντικότητα και μια γνησιότητα τζιαι κρασιν καλόν για τες γιορτές για μέρες τζιαι νύχτες ωσαν την σήμερον την αύριον την Πρωτοχρονιάν και τα Φώτα με τα ξεροτήανα τα γλυτζιά μέλιν...

Η κασιούα που μας εδωρήθει από το Συνεργατικόν σύντομα απέκτησε καλοζωγραφισμένη θύρα και χρωματιστά παραθυρα στην εμπρόσθιά όψη


Ο Αντώνης ήταν ο πολυτεχνίτης της γειτονιας.

Συμμαθητής μας στην πρώτην τάξη (σχολικόν έτος 1972-1973).
Πρωτοπήγε προτύτερα στο Έβδομό Δημοτικόν Σχολείον, αλλά το προηγούμενον έτος, το προηγούμενον Καλοκαίριν αποφάσισαν οι σεβαστοί μας διδασκάλοι να παραμείνει στάσιμός και να μάθει ξανά τα εγκύκλια γράμματα της πρώτης τάξεως παρά τους πόδας και την διδακτικήν μαεστρίαν της Κας Αγνής της γρουσαφέμης και της Κας Τασουλλάς που κανένας εν τους εγλύτωννέν.

Ούλλοι και όλες στου Χαράκη εμαθθένναν γράμματα τζιαι του Θεού τα πράγματα.

Αν ήταν σημερά θα προβιβαζόταν για καλός ή αρκετά καλός μαθητής.

Τότε οι εξετάσεις ήταν υψηλές και η αναγκαία θωράκιση προβιβασμού υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων.
 

Χρειάσθηκέ βέβαιά να επανέλθουμέ στο Συνεργατικό κομίζοντες το πολύτιμόν διπλοσέλινον και θωρακισμένοι με την αναγκαίαν σοβαρότητάν που απαιτούσε η δευτέρα είσοδος εις το σοβαρώς οργανωμένον κατάστημάν σε διάστημάν υπερβαίνον την ημίσιαν ώραν.

Κατευθυνθήκαμεν ομαδόν εις το ράφιν με τον οξυτζενέν, τους τσιρόττους και τα σκονισμένα Ντεττόλ (πανάκριβα τότε δια τα βαλάντιά της εποχής, τα αγόραζάν μόνον οι Εγγλέζοι, οι αριστοκράτες σύμφωνά με τους τότε άξαμους της εργατικής Λεμεσού και των περιχώρων).

Κατευθυνθήκαμεν το λοιπόν - δια να παύσω να πολυλογώ - στο πολύοσμον ράφιν δια να διαλέξουμέν την καλήν μάρκαν βαμβάκιν.


Στοχεύαμεν να καταπλήξουμέν την επομένην με τις θεσπέσιες νιφάδες χιονιού στα κεραμίδια της νεόδμητής μας οικίας.
 

Επιστρέφονυες στο ορμητήριον και το κατασκευαστικόν μας εργαστήριον, τον ήλιακόν της πατρικής οικίας συνεχίσαμεν απερίσπαστοι πλέον τις εργασιες οικοδόμησης...
Η οδός Ιωάννη Πολέμη ήταν η οδός του Πικατίλλυ με τα πιλλιάρτα και τις καρέκλες έξώ


Εκεί καθόμουν κάποτε μονάχος και διάβαζα τη θρυλική εφημερίδα ΜΠΑΛΛΑ (που έφταννε στη Λεμεσόν συχνά γυρισόντα μέρα ή μετά τις δύο ήτρεις το μεσημέρι της ημέρας κυκλοφορίας, αν ήσουν πολύ τυχερός και προλάββέναν το αεροπλάνον της γραμμής οι εργάτες των πρακτορείων).

Για να πάμεν στο Πικατίλλυ εμπαιναμεν που το δρομούιν της Πίτσα Νάπολι τζιαι εισερχόμαστεν σχεδόν αμέσως στην Ιωάννη Πολέμη απέναντι που το Ταχυδρομείο της Λεωφόρου το λεγόμενόν.
 

Το Πικατίλλυ ήταν κοινης αποδοχής τζιαι που τους μαθητές του Στ και του Ε Γυμνασίου.

"Άτε πκιάε στέκκα να βάλω σελίνιν να παίξουμεν έναν πιλιάρτον αμερικάνικον...!"


Ανέβηκε στο ανώι κουτσα, κουτσα μετά που το μεγάλο γλέντι της πρωτοχρονιας...


Ήπιε απ όλα κράσί, μπύρες, κονιακ.

Τραγούδησαν, τσιάττησαν, είπαν ιστορίες τους πρωτινούς με πρωταγωνιστή τον θείο τον Νεόφυτο το Σιαφκάλη κορυφαίο ιστορητη της Λαόνας.

Στο γλέντι απάνω τσιάττιζε και ο παππους ο Γιαννης με μια φωνή απο αλλού φερμένη από το δάσος του Ακάμα.  Που τους τόπους του Πιττοκόπου τζιαι που τα Παλλιάμπελα της Τυλληρκάς...
 

Μπήκε με δυσκολία στο πάνω μακρυνάρι.

Ακούμπησε στο παλλιο ερμάρι αννοιξε την πόρτα του να πάρει μια πατανία και ξάφνου μπροστά του γραμμένοι όλοι και όλες οι ξενιτεμένοι και όσοι κάτω τους νοσταλγούν και δακρύζουν.

Με μολύβι γραμμένες οι μέρες γέννησης κάποτε και οι ώρες.
 

Έγυρε να κοιμηθει.  Γλυκός ο ύπνος πριν τη μέθη.  Ύπνος στο κέφι του κρασιού.

Ονειρευτηκε τη φαμελιά ολάκερη να χορεύει στην αυλή στα πατήματα του φκιολιου του Κουρίδη.

Μήτε Αυστραλίες Μήτε αμέρικες και Λονδίνα..  

Ούλλοι στη Δρούσια στο χορό όπως πίσω που την πόρτα του αρμαρκού..