Αρκές τ' Αούστου του εβδομήντα τέσσερα 


Αννοίξαν τζιαι οι μπακκάληες στην γειτονιάν.

Άννοιξεν τζιαι το Συνεργατικόν.

Μόνον που ψουμίν εν είχαν οι μπακκάληες.

Ευτυχώς εφούρνιζεν ο κύριος Χριστάκης ο ψουμάς τζιαι εγοράζαμεν τζιαμέ στην οδόν Λονδίνου.

Ήταν έναν ψουμίν μαύρον περίτου.
Ελαλούσαν πως ήτουν μισόν κριθαρένον.
Εχω τη γεύση μες το στόμαν μου , γεύση πολέμου...
 

Στη γειτονιάν ούλλοι εμιλούσαν σιγανά, πκιο προκομμένα που πριν.

Ελείπαν τζιαι πολλοί αδρώποι.  Έφεδροι.

Τες νύχτες είσιεν συσκότισην.

Τζείντες ημέρες ήρτεν τζιαι έναν τρακτορ πορτοκαλλίν τζιαι άννοιξεν στην ακραν της χωράφας έναν μεγάλον πρόχωμαν.
Εβάλαμεν λαμαρίνες που πάνω εσιεπάσαμεν το με χώμαν.
Ώραν περίστασην.

Βομβαρδισμοί.
Εις το χωρκόν στην Πάφον εβομβαρδίσαν.

Αρκες τ' Αούστου.
 

Αγωνία πέλα σέλα της γειτονιάς, προπάντος οι μανάες μας.
Εθωρούσαν το χαράκωμαν τζιαι εσυννέφκιαζαν