Παγωτόν "τριγωνούιν"


Τα πρωτοδοκίμασα νομίζω στο μπακάλικο καφενείο της Κας Θέλμας (της μάμας του Μάριου που έπαιζεν μάππαν μαζίν μας στο Μαρακάννα του Ζ Δημοτικού) και βεβαίως στο Ίδρυμαν Παναγίδη με τον Τάσον, τον μακαριστόν Πανίκκον, τον Πανο, τον Χρίστο Ιακώβου και βεβαίως τον Φίλιο και τον Νεόφυτο Μορφήν τον λίαν αγαπητόν.
 

Ήταν μυστηριώδους σχήματος και είχαν τον κωδικόν έναν τρίγωνο παγωτόν.

Της κρέμας εχάνουνταν γλήορα τζιαι δώστου ύστερα πας τζείνα του φρούτου.
 

Τιμή ειδική για την φτωχολογιάν που εν ημπόρεν να ποσώσει τις πακκίρες για την αισθαντικήν πλάκαν ή το χωνάκίν αγρινόν της Ρέτζις...
 

Άμαν σε εδυσκολεύκαν στο άννοιμαν εβαλλές το μες τη μέση των γονάτων σου τζιαι έσφυγγές το σιγά σιγά ωσπού να ακροφανεί η μουττούα της γωννιάς του εσσωτερικώς φυλακισμένου παγωμένου εδέσματος.

Ούλλοι οι μιτσσιοί τζιαι οι μιτσιές της γειτονιάς εμάχουνταν μισήν σχεδόν ώραν για να το τελλεώσούν.

Στου Χαράκη, άμαν το εποστάσσαν κάποιοι εσσιηζαν το χαρτόνι να μεν πετάξουν ούτε σταξξιάν.

Μέσά στό ίδιον ψυγείο του Μαχαζιού της Θέλμας, που πριν φύουν οι εγγλέζοι ήταν τζαι φις εντ τσιπς, είσιες την ευκαιρίαν να περιεργαστείς αστραπιαιώς και τα μυθικά οικογενειακά ορθογώνια παγωτά που είχαν καλόν πάχος τζιαι είχαν να πουν στην γειτοννιάν πως εγοράζαν τα μόνον οι Εγγλέζοι τζιαι κανένας δικός μας εκατομμυριούχος.


Επαίζαμεν μάππαν μες την πυράν ως το δείλις, ύστρα εφκαίναμεν που το ττέλιν του Εβδόμου, εππιάναμεν την Αποστόλου Βαρνάβα, εβουττούσαμεν μες το ψυγείον, αρπάσαμεν πόναν τρίγωνον, επλερώναμεν την καν Θέλμαν ή τον Κον Μιχάλην τζιαι εκατηφορίζαμεν για τη χωράφαν μας βασιλλιάες